United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο πρωινός σου ερχομός λοιπόν με βεβαιόνει πως πρέπει να σ' εξύπνησε καμμία παραζάλη. ή, εάν σφάλλω εις αυτό, μαντεύω πως απόψε δεν 'πλάγιασε ‘ς το στρώμα του διόλου ο Ρωμαίος. ΡΩΜΑΙΟΣ Ναι· η αλήθεια είν' αυτή·αν μ' έλειψεν ο ύπνος, πλέον γλυκειάν ανάπαυσιν εχάρηκ' η καρδιά μου. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Την αμαρτίαν ο θεός να σου την συγχωρήση! στης Ροζαλίνας έμεινες;

Φαίδρος Βεβαίως όχι παρά πολύ καλόν καρπόν. Σωκράτης Αλλά μήπως, καλέ μου φίλε, έχομεν εμπαίξει αγροικότερον του δέοντος την ρητορικήν; Ίσως ηδύνατο να μας είπη αύτη· τι είναι αυτά, ω θαυμαστοί, τα οποία φλυαρείτε; Εγώ βεβαίως καθόλου δεν αναγκάζω τον αγνοούντα την αλήθειαν να μανθάνη ρητορικήν, αλλά κατά την ιδικήν μου τουλάχιστον συμβουλήν, τοιουτοτρόπως θα με καταλάβη τις, όταν αποκτήση την γνώσιν της αληθείας· εν τούτοις τούτο εδώ το μέγα λέγω, ότι, χωρίς την βοήθειάν μου, δεν δύναται ουδέ κατά τι περισσότερον να πείση με τέχνην τους ακροατάς του ο κατέχων την γνώσιν της αληθείας.

Μεγάλη ταραχή και ανησυχία ήφερε στον τόπο η ιστορί' αυτή· το φέρσιμο μαθές του Ζώη και το φέρσιμο της Σμαραγδούλας· γιατί ο ένας εκατάκρινεν τον ένανε κι' άλλος τον άλλονε. Ακολουθήσανε λόγια και καυγάδες. Ο Μόρφος το πήρ' απάνω του κ' εφώναζενε πως θα κάμη και θα δείξη, μα έλα που εδούλιανε ν' ανταμωθή με το Ζώη! Εφώναζεν από μακρυά.

Οι Μώροι με έφεραν υποκάτω εις μίαν μεγάλην τένταν, εις την οποίαν ελόγιαζα να γένω θυσία· μα μία Μώρα γυναίκα, που εφανερώθη έμπροσθέν μου, εδιάλυσε αυτόν τον φόβον· μη φοβάσαι, ω νέε, μου λέγει αυτή· εσύ δεν συναπαντάς την τύχην των συντρόφων σου· η βασιλοπούλα Ουσνάρα, κυρία μου, σου φυλάττει μίαν καλυτέραν· εγώ δεν σου μιλώ τίποτε, διατί αυτή η ίδια θέλει σου φανερώσει την καλήν σου τύχην· εγώ είμαι η πιστή της σκλάβα, και έχω θέλημα, να σε εμβάσω εις τον οντά της, εκεί που αυτή με μεγάλην ανυπομονησίαν σε καρτερεί.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Βοήθησέ με να εξέλθω, αγαπητή μου Χάρμιον· θα πέσω· δεν είνε δυνατόν να παραταθή πολύ η κατάστασις αύτη· δεν αντέχουν αι φυσικαί μου δυνάμεις. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τώρα, προσφιλής μου βασίλισσα . . . ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Στάσου μακράν, σε παρακαλώ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τι συμβαίνει; ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Βλέπω εκ των οφθαλμών σου ότι έχεις καλάς ειδήσεις. Τι λέγει η σύζυγος; Δύνασαι να αναχωρήσης.

Ποτέ δεν το είχεν ειπεί ούτε εις τον πνευματικόν της, εις τον οποίον άλλως πολύ μικρά πράγματα έλεγεν· ακριβώς εκείνα μόνον τα συνήθη αμαρτήματα, όσα εκείνος ήξευρε προτού να τα είπη αυτή· δηλαδή κακολογίαν, θυμούς, γυναικείας κατάρας και τα τοιαύτα.

Δεν ήτο αρκετόν δι' αυτόν ότι ο Ιησούς υπέφερεν, ώστε το δύστηνον πλάσμα να Του ασπασθή και να Του αρωματίση τους πόδας, χωρίς να λαλήση προς αυτήν ουδέ λέξιν ενθαρύνσεως ακόμη. Εάν ήτο προφήτης, έπρεπε να γνωρίση ποίου είδους γυνή ήτο αύτη· και αν εγνώριζε, θα την απώθει μετ' αγανακτήσεως, ως θα έπραττε και ο Σίμων αυτός. Η απλή πρόσψαυσίς της απήτει επίσημον κάθαρσιν.

Εις αυτά τα λόγια, που η Ρεστίνα τα ήκουσε με ανυπομονησίαν, αντίκοψε τον Καπετάνιον· τι μου μιλείς εσύ; ήθελα να ηξεύρω, εφώναξεν αυτή· εγώ δεν εστάθηκα ποτέ σκλάβα, είμαι ελεύθερη, και δεν είνε κανείς που να έχη εξουσίαν διά να με πουλήση.

Μία πεταλούδα όμως επέταξε πολύ κοντά εμπρός της, τα πτερά της ήσαν στολισμένα με πολλά χρώματα και έλαμπεν όλη, σαν να ήτο κεντημένη με πετράδια. Επετούσεν ελεύθερα από άνθος εις άνθος. — Τι ευτυχής είνε αυτή· ημπορεί και πηγαίνει, όπου θέλει, και εγώ κάθομε εδώ ριζωμένη, δεμένη σ' αυτήν την γωνιά, τι κρίμα που δεν εζήτησα να γίνω πεταλούδα.

Ικέτευσαν προ πάντων τα πλήρωμα της Παράλου, το οποίον απετελείτο μόνον από Αθηναίους ελευθέρους, οι οποίοι πάντοτε ανθίσταντο εις την ολιγαρχίαν και πριν ακόμη εγκατασταθή αύτη· οσάκις δε ο Λέων και ο Διομέδων έκαμναν εκδρομάς, τους άφηναν πλοίά τινα, διά να τους φυλάττουν.