United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος πάντων το σκότος που με εμπόδιζεν εδιαλύθη, και εξαναθεώρησα το φως της ημέρας που ελόγιαζα να το έχασα διά πάντα.

Η κυρά, που ελογίαζα πως να μην έχη πλέον αναπνοήν, ακούω να μου λέγη· Ω Μουσουλμάνε, λάβε έλεος και σύντρεξέ με αν αγαπάς τον Πλάστην· βάλε μου μίαν σταλαγματιά νερό εις το στόμα μου, διά να μου παύση η θανατηφόρος μου δίψα που με ενοχλεί.

Και αν ήμουν περιωρισμένος μέσα εις ένα καρυδόφλουδο, θα ελόγιαζα πως είμαι βασιλέας εις απέ- ραντο διάστημα· αμμή οπού βλέπω ονείρατα κακά. ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Ίσα ίσα αυτά τα ονείρατα είναι η φιλοδοξία· διότι της φιλοδοξίας η ουσία είναι μόνον ονείρου σκιά. ΑΜΛΕΤΟΣ Και τα όνειρο καθ' εαυτό άλλο δεν είναι ειμή σκιά.

Οπόταν εζούσα εις την Δαμασκόν εν ταις τρυφαίς, ελόγιαζα ποτέ πως θέλω έλθει εις δυστυχίαν; και ερχόμενος εδώ εις Καρακορτάμ ημπορούσα ποτέ να ελπίσω να γένω εκείνος που είμαι; όχι βέβαια· όλες οι ευτυχίες μας και οι δυστυχίες μας κρέμονται από θέλησιν ανωτέραν. Ας ζήσωμεν το λοιπόν κατά πως μας αρέσει, και ας αναμένωμεν τα της τύχης, που δεν ημπορούμεν να αποφύγωμεν.

Ωραιοτάτη βασιλοπούλα, σε παρακαλώ να με συμπαθήσης, αν έμεινα διά καμπόσον εις σιωπήν· ελογίαζα ότι θα είχα ιδή έν από εκείνα τα ουράνια κορίτσια που είνε ετοιμασμένα διά τους πιστούς Μουσουλμάνους εις τον Παράδεισον· δεν ημπόρεσα να θεωρήσω τόσα κάλλη χωρίς μεγάλην μου αντράλωσιν· λάβε την καλωσύνην να ξαναειπής το αίνιγμα που μου επρόβαλες, διατί δεν το ενθυμούμαι πλέον, επειδή και η θεωρία σου με έκαμε να το αλησμονήσω.

Οι νόμοι μας ήθελαν ότι, διά τιμωρίαν της επιορκίας σου, θα ήθελα σταθή μακράν από λόγου σου εις διάστημα δέκα χρόνων, και αυτοί ομοίως δεν μου έδιναν το θέλημα διά να σε ξαναϊδώ, ανίσως και εις τούτο το διάστημα των δέκα χρόνων δεν μου ήθελες σταθή πιστός· διά το οποίον οπόταν σε απαραίτησα δεν το επίστευα πλέον να σε μεταϊδώ, διατί δεν ελόγιαζα πως οι υιοί του Αδάμ να είναι αρκετοί μιας τοιαύτης μακρυνής εμπιστοσύνης και σταθερότητος.

Βασιλέα μου, εγώ ελόγιαζα ότι εκαταδάμασα την εναντίαν μου τύχην, και επίστευα ότι με την αντάμωσίν σου θα έλαβαν τέλος οι δυστυχίες μου· μα αλλοίμονον εις εμένα, κάποιον δαιμόνιον φθονερόν της ευτυχίας μου ήλθε να μου την συγχίση.

Οι Μώροι με έφεραν υποκάτω εις μίαν μεγάλην τένταν, εις την οποίαν ελόγιαζα να γένω θυσία· μα μία Μώρα γυναίκα, που εφανερώθη έμπροσθέν μου, εδιάλυσε αυτόν τον φόβον· μη φοβάσαι, ω νέε, μου λέγει αυτή· εσύ δεν συναπαντάς την τύχην των συντρόφων σου· η βασιλοπούλα Ουσνάρα, κυρία μου, σου φυλάττει μίαν καλυτέραν· εγώ δεν σου μιλώ τίποτε, διατί αυτή η ίδια θέλει σου φανερώσει την καλήν σου τύχην· εγώ είμαι η πιστή της σκλάβα, και έχω θέλημα, να σε εμβάσω εις τον οντά της, εκεί που αυτή με μεγάλην ανυπομονησίαν σε καρτερεί.

Βυθισμένος εις αυτούς τους υστερινούς στοχασμούς, που τους ελόγιαζα βεβαίους, επικραινόμουν μεγάλως χάνοντας κάθε μου ελπίδα δι' αυτήν.