United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αγαπούσα περισσότερον παρά ποτέ την Ζιμπρούδα, και εζούσα πολλά ευτυχισμένος, οπόταν ένας νέος Δερβύσης φανερώνεται εις την αυλήν μου, ο οποίος, με τες διάφορες χάρες και πνεύμα χαριέστατο που είχεν, επροχώρησεν εις τους προεστούς του παλατίου μου, και τον επήραν εις μεγάλην αγάπην, και άλλο δεν ωμιλούσαν παρά διά τες μεγάλες χάρες του Δερβύση.

16. &Διογένους και Ηρακλέους.& ΔΙΟΓ. Δεν είνε αυτός ο Ηρακλής; Βέβαια δεν είνε άλλος, μα τον Ηρακλέα. Το τόξον, το ρόπαλον, η λεοντή, το μέγεθος του σώματος, όλα είνε του Ηρακλέους. Λοιπόν απέθανεν, ενώ είνε του Διός υιός; Ειπέ μου, ένδοξε νικητά, είσαι νεκρός; Διότι εγώ όταν εζούσα σου προσέφερα θυσίας ως θεού.

Όποιος το λοιπόν με ήθελεν ιδεί εις την στάσιν που είμαι ας ανοίξη τα μάτια του και ας στοχασθή, ότι και εγώ εζούσα ωσάν και αυτόν, και πως θέλει αποθάνει και αυτός ωσάν και εμένα· και διά τούτο ας μη φοβηθή να φθείρη ετούτον τον θησαυρόν· επειδή και δεν θέλει ποτέ ολιγοστέψει, και ας τον μεταχειρισθή διά να αποκτήση φίλους, και να απεράση μίαν ζωήν ευφρόσυνον· επειδή οπόταν θέλει αποθάνει όλα τούτα τα πλούτη δεν θέλουν τον έβγαλει από το μέλλον όλων των κοινών ανθρώπων». Και αποδιαβάζοντας ο Καλίφης εκείνα τα γράμματα, είπεν·

ΔΙΟΓ. Λοιπόν μήπως ήσουν πλούσιος και αφήκες πολλάς απολαύσεις εις την ζωήν; ΠΤΩ. Τίποτε απ' αυτά. Είχα γείνει εννενήντα χρονών επάνω κάτω, εζούσα δε ζωήν δυστυχισμένην και ως μόνον πόρον είχα την ψαρρικήν με το καλάμι και την ορμιάν. Εκτός δε της μεγάλης φτώχειας, ήμουν άτεκνος, ήμουν κουτσός και μόλις έβλεπα. ΔΙΟΓ. Και μολονότι ευρίσκεσο εις αυτήν την κατάστασιν ήθελες να ζης;

Εζούσα το λοιπόν πολλά ευχαριστημένος ομού με την Δειλνοβάτζη, που και αυτή είχε λάβει μορφήν ωραιοτάτης γυναικός, και απερνούσε και αυτή ως βασίλισσα και γυναίκα μου.

Κ ώ σ τ α ς Ίσως· τώρα στα τελευταία είχα πηα βαρεθή να ζω, όπως εζούσα και όπως ζουν οι άνθρωποι, που βλέπουν κλεισμένη μπροστά τους κάθε πόρτα και κάθε δρόμο σωτηρίας. Παντού απόπου κι' αν επέρασα άφηκα πίσω μου ερείπια. Παντού όπου το πόδι μου επάτησε, είχαν φυτρώσει αγκάθια φαρμακερά, που πλήγωναν και μένα και όλους τους δικούς μου.

Οπόταν εζούσα εις την Δαμασκόν εν ταις τρυφαίς, ελόγιαζα ποτέ πως θέλω έλθει εις δυστυχίαν; και ερχόμενος εδώ εις Καρακορτάμ ημπορούσα ποτέ να ελπίσω να γένω εκείνος που είμαι; όχι βέβαια· όλες οι ευτυχίες μας και οι δυστυχίες μας κρέμονται από θέλησιν ανωτέραν. Ας ζήσωμεν το λοιπόν κατά πως μας αρέσει, και ας αναμένωμεν τα της τύχης, που δεν ημπορούμεν να αποφύγωμεν.

ΜΙΝ. Λέγε, αλλά μη πολυλογάς διότι έχω και άλλους να δικάσω. ΣΩΣΤΡ. Όσα έκανα όταν εζούσα τα έκανα εκουσίως, ή η Μοίρα μου είχεν ορίσει να τα κάμω; ΜΙΝ. Βέβαια η Μοίρα. ΣΩΣΤΡ. Λοιπόν και οι αγαθοί και οι κακοί όλοι υπήρξαμεν τοιούτοι, διότι ούτω ηθέλησεν η Μοίρα; ΜΙΝ. Ναι, η Κλωθώ, η οποία εις έκαστον κατά την γέννησίν του ορίζει τι θα πράξη.