United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κεγώ, μωρέ, είχα αγάπη με τη μάνα σου πριχού να παρθούμε και δεν εμπήκα καλά καλά στο σπίτι τως, παρά μόνο όντε τση πήα σημάδι. Μάτια δεν εσήκωνα να τήνε δω σάλλους ομπροστά. Αλήθεια δε λέω, Ργινιώ; — Αλήθεια κιαμέ ψώματα; — Μόνο στο χορό τσ' έλεγα κιαμμιάν ανεγυριστική μαντινάδα και μ' απηλογούντονε και κείνη πλεια ανεγυριστικά.

Πού 'με 'δες κ' εγύριζα, είπε με δυσφορίαν αδικημένου ο Μανώλης. Οι μαστόροι αργήσανε να σκολάσουνε ύστερα πήα στον ποταμό και πλύθηκα κιαπού τον ποταμό ήρθα ντρέτα στο σπίτι. — Εμένα, μωρέ, θα τα πουλήσης αυτανά; Όντεν επήαινες εσύ εγύριζα 'γώ.

Εγώ 'πήα. Κατές βάθος απού τώχει; τρεις φορές σαν τον εγκρεμό πούδαμε. Και κάτω στου πάτο τρέχει ένα νερό. Σα ξανοίξης από πάνω κάτω, ζαλίζεσαι και θαρρείς πως σε ρουφά το φαράγγι και πως θα σε καταπιή. — Ήκουσα πως οι νεράιδες έχουν εκειά μέσα κατοικητήριο. — Έτσα λένε... Εσύ ζαλίζεσαι σα ξανοίξης σεγκρεμό; — Όχι, είπα. — Εγώ ζαλίζομαι και θαρρώ πως έτσα θα πέσω να σκοτωθώ κιαμιάν ημέρα.

Μα το χαράκι εψήλωνε, όλο κεψήλωνε που σε μάκη ώρα δε σε διαντέριζα. Ήσουνε μική, μική, σαν ένα πουλί. Κι αληθινά είχες φτερούγες· σε λίγη ώρα επέταξες κιαπάνω σ'αυτό εξύπνησα. — Κείντα να λέη αυτό τόνειρο, μα; είπε η άρρωστη. — Το χαράκι 'νε δύναμη· τα φτερά και το πέταμα δίδουν υγειά και κάλλη· και το κόκκινο 'νε γλίγωρο. Γιαυτό τόνειρο πήα στου Ταχτικού και μου το ξεδιάλυνε.

Το δικό σου θα το βρης στη μάντρα. Τώχω αφητό απού την άλλη βολά που πήα στον Αμαλό, εδά και δέκα μέρες. Εσείς με γελάτε, είπα με δυσπιστία, κυτάζοντας πότε το Βασίλη, πότε τη μάνα μου. — Γιάειντα να σε γελάσουμε; είπε ο Βασίλης. Για να πας στον Αμαλό; Σα δε θες, μη 'ρθής. Μα σα θες να βαστάς τουφέκι, να το δικό μου. — Εγώ να το βαστώ;

Και κατές πότε θαποθάνω; Όντε θα πέφτουνε τω δεντρώ τα φύλλα. Σαν έν' απ' αυτά τα μαραμένα φύλλα, κεγώ θα πέσω και τανέμου το φύσημα θα με πάρη. — Μα δε σούπα να μην τα λες αυτά; Εγώ στην Καλυβιανή, που πήα, την επαρακάλεσα και θα σε γιάνη. Και κάθ' αργά στην προσευχή μου για του λόγου σου παρακαλώ Μα γιατί να μην πας κη ίδια στην Καλυβιανή, απού κάνει μεγάλα θαύματα;

Θυμήθηκα τα λόγια του Βαγγελιού, πως ήτο αμαρτία να παρακούω της μητέρας μου. Αλλά και για το χατίρι της άρρωστης, ενώ άρχισα με απόφαση ανταρσίας, κρατήθηκα. Και της μάνας μου όμως ο γλυκός τρόπος μαφώπλισε ολότελα. — Μια φορά πήα και την είδα, είπα, κιαυτή μεμπόδισε να τση σιμώσω, για να μην πάρω, λέει, την αρρώστια τση.

Κ ώ σ τ α ς Ίσως· τώρα στα τελευταία είχα πηα βαρεθή να ζω, όπως εζούσα και όπως ζουν οι άνθρωποι, που βλέπουν κλεισμένη μπροστά τους κάθε πόρτα και κάθε δρόμο σωτηρίας. Παντού απόπου κι' αν επέρασα άφηκα πίσω μου ερείπια. Παντού όπου το πόδι μου επάτησε, είχαν φυτρώσει αγκάθια φαρμακερά, που πλήγωναν και μένα και όλους τους δικούς μου.

Και κατές είντα μούπε; Σε 'δε, λέει, πως δεν είσαι καλός χριστιανός, γιατί πήαινες να δουλέψης μέρα σκόλη, και γιαυτό 'βαλε στο νου του να σε κάμη Τούρκο. — Η αμαρτία, μουρμούρισε η Σιφογιάννενα. — Δε σας είπα πως ο Μόχογλους δεν είνε κακός; Μαγάρι νάσαν κιάλλοι Τούρκοι σαν κιαυτόν. Μόνο να μην είνε στα μεράκια και τα μπουριά του. Ώστε να με δη, ένιωσε γιατί πήα κιάρχιξε να γελά.