United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά μη δυνάμενος να ικανοποιήση την επιθυμίαν του, ήρχισε να διαγράφη κατά διάνοιαν το σχέδιον του εξανθρωπισμού του υιού του, ενώ ο Μανώλης, αναθαρρήσας ολίγον, ωμίλει προς τον αδελφόν του και μεταξύ άλλων τον ηρώτα αν ο δάσκαλος τον είχε βάλει κιαυτόν στον φάλαγγα.

Αν όλοι οι νέοι σαν κιαυτόν έπαιρναν τανάπλαγα να ζουν σαν αγριόγιδα, τι θα εγίνοντο η κοπελιές; καλόγρηες; Κείχε τώρα τώρα κάτι κορίτσια το χωριό, κάτι νέα βλαστάρια, που δεν ήξερε κανείς να διαλέξη. — Αι, μωρέ παιδί, ανεφώνησεν ο Σαϊτονικολής ευθύμως, να μην έχω 'γώ τη νιότη σου!

Πώς εθαύμαζε και πώς εζήλευεν, όταν ήτο στο χωριό, εκείνους πούφθαναν κέπαιζαν την καμπάνα! Κάποτε τον εσήκωσε κιαυτόν ο πατέρας του και τον εβοήθησε να κτυπήση το σείστρο. Τι χαρά που πήρε και τι φόβο συγχρόνως, όταν ήκουσε τον ήχο που έκαμε με το χέρι του!

Και κατές είντα μούπε; Σε 'δε, λέει, πως δεν είσαι καλός χριστιανός, γιατί πήαινες να δουλέψης μέρα σκόλη, και γιαυτό 'βαλε στο νου του να σε κάμη Τούρκο. — Η αμαρτία, μουρμούρισε η Σιφογιάννενα. — Δε σας είπα πως ο Μόχογλους δεν είνε κακός; Μαγάρι νάσαν κιάλλοι Τούρκοι σαν κιαυτόν. Μόνο να μην είνε στα μεράκια και τα μπουριά του. Ώστε να με δη, ένιωσε γιατί πήα κιάρχιξε να γελά.