United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα την πήρανε πάλι τα κλάματα. Η καρδιά της ήτανε βουρκωμένη. Κάτι τι της έλεγε μέσα της πως δεν θα τον ξαναϊδή πια τον παπά. — Μου τον πήρε η θάλασσα. Δικός της ήτανε και μου τον πήρε... Δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα της όλη την ημέρα. Καθότανε απάνω στο σοφά κ' έκλαιγε. Η νύχτα την βρήκε απάνω στα μαξιλάρια, μουσκεμμένα απ' τα κλάματα. Μια στιγμή έκανε να την πάρη ο ύπνος.

Α! είμαι ακόμα πειο τιποτένιος, κ' έχω άλλο πράγμα παρά τη χώρα του βάλει στο μάτι! Ωραίε θείε, που μ' αγάπησες ορφανό, προτού ακόμη ν' αναγνωρίσης το αίμα της αδερφής σου Μπλανσεφλέρ.

Αλλ' ήτο καλόν δι' αυτούς να πεισθώσι, πόσον ευκόλως εάν Αυτός ήθελε θα ηδύνατο να μεταχειρισθή εναντίον των, μεθ' υπερόπλου δυνάμεως, αυτά τα μηχανήματα τα οποία εκείνοι μετ' αποτελεσμάτων τόσων ματαίων και τόσων ολεθρίων δι' αυτούς είχον βάλει εις πράξιν εναντίον του.

Υπήγαν λοιπόν και οι δυο εις την γέφυραν. Τα δε πρόβατα, τα οποία ήσαν διψασμένα, άμα είδαν τον ποταμόν έτρεξαν να ποτισθούν. Βλέπεις πώς τρέχουν; είπεν ο μικρός Κλώσος. Θέλουν να χωθούν εις τον ποταμόν πάλιν. — Στάσου να υπάγω πρώτα εγώ, διά να μη σε δείρω, είπεν ο μεγάλος Κλώσος. Και εχώθη μέσα εις τον σάκκον, τον οποίον ο μικρός Κλώσος είχε βάλει εις την ράχιν ενός μεγάλου προβάτου.

Ακόμα μια φορά φανερώθηκε ο Ιησούς σε αυτούς, και μετά την συνηθισμένη ευγενική και επίσημη ευλογία Του, κάλεσε τον Θωμά, και του ζήτησε να απλώσει το δάκτυλο του και να το βάλει στα χνάρια των καρφιών και να θέσει το χέρι του στην πληγή του δόρατος στο πλευρό Του, και να είναι «όχι άπιστος, αλλά πιστός». «Κύριέ μου και Θεέ μουαναφώνησε ο δύσπιστος Απόστολος, με μια έκρηξη απολύτου βεβαιότητας, «Επειδή Με είδες», είπε ο Ιησούς, «επίστεψες· ευλογημένοι είναι αυτοί που δεν είδαν και όμως πίστεψαν

Στρώσετε την ύπαρξη του αρχαίου Κόσμου μπροστά μου, μουρμούρισεν ο Ρένας, και αφίσετε με να περάσω ντυμένος το χιτώνα και τα πέδιλα.,,, Η σκλαβιά του τωρινού ρούχου! Ποια επανάσταση μεγάλη θα την αλλάξει σε στάχτη.,, Στεφάνια και αλυσίδες από λευκά χέρια με περιβάλλετε.,,, Μα να έχω βάλει και το σκούφο μου.,,, Πάει στο διάβολο.

Μα όπιος να φύγει βάρθηκε καλά και σώνει, ας έβγει να βάλει χέρι στο γοργό καλόδετο καράβι, για να κατέβει αρχύτερα των αλλωνών στον Άδη. Μα, αφέντη, κρίνε ορθά κι' εσύ, μα αγρίκα και τους άλλους, 360 κι' ο λόγος τώρα που θα πω δεν είναι ναν τον ρήξεις. Κατά γενιές τους Αχαιούς και κατά έθνη σάξ' τους, γενιά βοήθια σε γενιά κι' έθνος να φέρνει σ' έθνος.

Γι' αυτό, όταν ο παπάς της είπε: «γεράσαμε, Ταρσίτσα, δεν το κατάλαβεςξαφνίστηκε σαν να μάθαινε πρώτη φορά ένα πράμμα που δεν τώχε βάλει ο νους της. Είχε γεράσει το λοιπόν η Ταρσίτσα; Από πότε ως πότε; Η καρδιά της, η ψυχή της, το είναι της όλο δεν είχαν αλλάξει σε τίποτε.

Όντας κάπως άστατος, στενοχωρέθηκε αυτός με τη μοναξιά και μεταγύρισε στην οχλοβοή του κόσμου. Τύπος καθάριος ρωμαίικος ο ανήσυχος ο Γρηγόριος. Αγκαλά κι ο Βασίλειος κατέβηκε κατόπι στην Κωσταντινούπολη, όχι όμως ναλλάξη αγέρι, παρά για να διαφεντέψη τον Επίσκοπο της Άγκερας, που τα είχε βάλει με τον Αρειανό τον Ευνόμιο. Εκεί απάνω περίπου ανέβηκε το θρόνο κι ο Ιουλιανός.

Μην αμφιβάλλεις, ω ωραιοτάτη νέα, γυρίζοντας, προς αυτήν είπε, διά να κάμω τον Χόντζα να επιστρέψη εκείνα που χρεωστεί, όλην μου την επιμέλειαν θέλω βάλει διά να σε δείξω ευχαριστημένην, και θέλω τον στενοχωρήσει εις τρόπον, που να μην απεράσουν τρείς ώρες και τα χίλια φλωριά θα σου τα φέρη ο ίδιος· μα ακριβή μου νέα άλλην ανταμοιβήν δεν ζητώ από λόγου σου, διά την χάριν που μέλλω να σου κάμω παρά να κλίνης εις την επιθυμίαν μου, και έξω που θέλω σου εβγάλει τα χίλια φλωριά από τον αυτόν Χόντζα, θέλω σου χαρίσει και εγώ άλλες δέκα χιλιάδες φλωριά.