Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Ήξευρε ότι εγώ είμαι Καπή Αγάς του βασιλέως της Περσίας· είναι ένας τόπος άδειος από τους δώδεκα τζοχανταρέους του οντά του βασιλέως, και θέλω σε βάλει εις εκείνον τον τόπον· εσύ είσαι εύμορφος νέος, καλοκαμωμένος· δεν ημπορώ να κάμω καλύτερον διάλεγμα, και ελπίζω να κάμης τιμήν και εις εμένα. Εγώ ευχαρίστησα τον Καπή Αγά διά την μεγάλην του καλωσύνην, που έδειχνεν εις εμένα.
Με το ζόρι θα τους κάμουν δικούς τους. Τους Ρουμάνους σ' αυτό τους το φέρσιμο τους υποστηρίζουν και άλλοι, οι Γερμανοί, οι Αυστριακοί και οι Τούρκοι, που γυρεύουν με κάθε τρόπο να μας αδυνατίσουν. ― Για την ίδια αιτία έχουνε βάλει οι Γερμανοαυστριακοί και τους Εβραίους να μας χτυπούν στη Μακεδονία, Αυτοί φυσικά, εμπορικός και τραπεζιτικός λαός, μας κάνουν συναγωνισμό μέσα σ' όλη την Τουρκιά.
— Ναι, βλέπω· έχεις βάλει σκουλήκι, διά να βγάλεις μετάξι. . . Ω, και πόσο πολύ! — Ναι· αλλά θα γνωρίζεις ίσως, ότι το σκουλήκι διά να προκόψει χρειάζεται μεγάλην καθαριότητα, ενώ εδώ μέσα, αφ' ότου αρρώστησα, δεν εμβήκε κανείς να καθαρίσει. — Θα εκκαθάριζα εγώ, είπεν η Φωτεινή, αλλ' ο παππούς είνε άρρωστος και μόνος και κοντεύει να βραδιάσει....
Αλλά και μερικοί άντρες σταματούσαν γύρω από τον τυφλό γέρο και τον ψεύτικο άρρωστο, ένας μάλιστα έσκυψε για να δει καλά τον όγκο. «Ναι, ο Θεός να βάλει το χέρι του», είπε, «ήταν ακριβώς έτσι και έζησε μόνο ένα χρόνο.» «Μόνο ένα χρόνο;» φώναξε ένας άλλος. «Α, δεν θα μου έφτανε να τελειώσω ούτε τρεις από τις χίλιες δουλειές που έχω στο μυαλό μου. Έλα, πάρε!»
Τότε είπε, εγώ απ' τη συφορά δεν πάω ναν τους γλυτώσω, 450 μα ας πάει, αν θέλει, ο Πάτροκλος κι' ας βάλει τ' άρματά μου, και μ' ένα πλήθος λόχους του τον προβοδάει στην μάχη. Κι' αφτός πολέμαε ολημερύς κοντά στο Ζερβοπόρτι, και θάπαιρνε την ίδια αβγή το κάστρο, μόνε ο Φοίβος εκεί που θρήνος έκανε στων μπροστινών τη μέση 455 τον σφάζει, και τον Έχτορα δοξάζει με τη νίκη.
Και δώρο εγώ όμορφο θρονί χρυσό θα σου χαρίσω πάντα άλιωτο, που ο Ήφαιστος ο γιος μου θα του φτιάσει μ' ώρια στολίδια, και σκαμνί στη βάση θαν του βάλει 240 για ν' ακουμπάς τα παχουλά σαν ξεφαντώνεις πόδια.»
Να ξέρεις όμως πως τα κοράκια θα σου βγάλουν πρώτα τα μάτια. Δυο από εμάς τις είδες να φεύγουν από εδώ….. τις άλλες όμως δεν θα τις δεις. Κι εσύ θα είσαι πάντα ο υπηρέτης κι εμείς τ’ αφεντικά σου….» Εκείνος σταυροκοπήθηκε σαν να βρισκόταν μπροστά σε μια δαιμονισμένη και πήγε να πάρει το δισάκι του για να το βάλει στα πόδια, να πάει στην άκρη του κόσμου.
Οι γονείς του τον τάξανε στον Θεό για να δυναμώση και να γίνη γερός κι' αντρειωμένος, μα ο Τρισκατάρατος είχε βάλει την ουρά του πριν βάλη ο Θεός το χέρι του. Σιγά — σιγά τα πόδια του Γιαννάκη αρχίσανε να λιγύζουν, το κορμάκι του να ζαρώνη και με τον καιρό ένα καρβέλι του φάνηκε αποπίσω του κι' άλλο ένα από μπρος του.
Αλλά μη δυνάμενος να ικανοποιήση την επιθυμίαν του, ήρχισε να διαγράφη κατά διάνοιαν το σχέδιον του εξανθρωπισμού του υιού του, ενώ ο Μανώλης, αναθαρρήσας ολίγον, ωμίλει προς τον αδελφόν του και μεταξύ άλλων τον ηρώτα αν ο δάσκαλος τον είχε βάλει κιαυτόν στον φάλαγγα.
Τέτοιες στιγμές η συνηθισμένη εικόνα του με τις διάφορες καθημερινές της όψεις, εικόνα ενός νέου βαριεστημένου, απροσάρμοστου, αποθαρρυμένου με τον οποίο δεν μπορούσε να τα βάλει κανείς επειδή έδινε την εντύπωση ενός βράχου που έπεσε από το βουνό για να καταστρέψει το σπίτι τους, εξαφανιζόταν για να πάρει τη θέση της η εικόνα ενός νέου καλού, μετανιωμένου, παθιασμένου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν