United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !
Είπε και με την ζώστρα του συσφίγγει τον χιτώνα, προς τα μανδριά πορεύεται, 'που εκλειούσαν χοίρων πλήθη, σηκόνει δύο, σφάζει τους κ' ευθύς τους καψαλίζει, και αφού καλά τους λιάνισε 'ς ταις σούβλαις τους περνάει, 75 και άμα τα κρέατ' έψησε τα φέρει του Οδυσσέα, ζεστά ζεστά μες τα σουβλιά, κ' επάνω τ' αλευρόνει, και εις καυκί μέσα συγκερνά κρασί γλυκύ σαν μέλι, και αντικρυνά του κάθεται και τον παρακινάει• «Ω ξένε, τρώγε απ' το φαγί το χοίρινο, των δούλων, 80 και τα θρεφτάρια ολόπαχα τα ευφραίνονται οι μνηστήρες, 'π' ούτ' έλεος έχουν 'ς την ψυχήν ούτε της δίκης φόβο• πλην τ' άνομ' έργα οι μάκαρες θεοί δεν αγαπούσι, αλλά τα δίκαια και χρηστά τιμούν των θνητών έργα. και οπόταν άνδρες άρπαγαις, κακόπρακτοι, πατήσουν 85 εις ξένον τόπον και εις αυτούς λάφυρα δώση ο Δίας, άμα φορτώσουν, σπουδακτά γυρίζουν 'ς την πατρίδα, ότι κ' εκείνων εις τον νου της δίκης πέφτει τρόμος. πλην τούτοι κάπως θα 'μαθαν, θεού φωνή τους είπε, το τέλος του, αφού δίκαια δεν θέλουν να μνηστεύουν, 90 ουδέ να γύρουν σπίτι τους, αλλ' ήσυχα του φθείρουν δυναστικώς τα πλούτη του χωρίς να τα λυπούνται. τι κάθε ημέρα του Διός, όσαις και αν έχη ο χρόνος, ένα ποτέ δεν σφάζουσι σφακτόν ή δύο μόνα• και άφθονα βγάζουν το κρασί και το ρουφούν οι αυθάδεις. 95 ότ' είχε βιόν αμίλητον, όσον δεν είχεν άλλος ήρωας 'ς την μαύρη στερεάν, αλλ' ούτε 'ς την Ιθάκη. κ' είκοσι ανδρών ολόκληρα και αν ενωθούν τα πλούτη τόσα δεν είναι• τώρα εγώ να σου τ' απαριθμήσω• δώδεκ' αγέλαις 'ς την στερηά, τόσαις κοπαίς προβάτων, 100 και τόσαις χοίρων, και γιδιών τόσα πλατειά κοπάδια, του βόσκουν ξένοι μισθωτοί ποιμένες και δικοί του. κ' εδώ 'ς την άκρην ύστερη γιδιών πλατειά κοπάδια ένδεκα βόσκουν, και άνθρωποι καλοί τα επιστατούσι. καθένας πάντοτε απ' αυτούς καθημερνά τους φέρει 105 από τα ερίφια τα παχειά το εξαίρετο, το πρώτο. κ' εγώ πάλ' είμαι φύλακας των χοίρων οπού βλέπεις, και το θρεφτάρι το καλό διαλέγω και τους στέλνω».
Κι' αφτός δε χόρταινε να σφάζει, κι' έβαφε μ' αίμας μελανό τ' αζύγωτά του χέρια.
Και ο αγών εκείνος, ω καλαί νεάνιδες, εις μεν τους Έλληνας έφερε κλέος, εις εμέ δε τον θάνατον, θυσιαζομένην ήδη εις την Άρτεμιν χάριν της προς την Τροίαν εκστρατείας. Και τώρα, μητέρα μου, μητέρα μου αγαπητή, ο γεννήσας με πατήρ φεύγει και με αφίνει έρημον. Ω την ταλαίπωρον, πόσον πικρά δι' εμέ υπήρξεν αυτή η απαισία Ελένη ! με φονεύουν, μητέρα μου, με σφάζει αδίκως άδικος πατήρ.
Πού όμως να πάνε όσοι πηγαίνουν εκεί, αφού οι γιατροσύνεδροι, οι αρχιτέκτονες, οι αστυνόμοι, οι δήμαρχοι και οι νομάρχαι σας θεωρούν όλοι τ' αναγκαία περιττά; Αντίκρυ μου έχω ένα χασάπη πού σφάζει στη μέση του δρόμου ζώα μικρά και μεγάλα, γίδια, πρόβατα και βιδέλα, και τρέχουν πάντοτες δύο ποταμοί, ο ένας κόκκινος από αίμα, και ο άλλος πράσινος από κοπριά και χολή.
Δεν στέναξεν ο βασιλειάς ποτέ του μόνος· ολόκληρον λαόν σφάζει του πρώτου ο πόνος. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Διά το ταξείδι αυτό χωρίς αργοπορίαν, παρακαλώ, συγυρισθήτε, ότ' είναι τέλος ανάγκη ν' αλυσσοδεθή τούτος ο τρόμος , 'πού ελεύθερος γυρίζει. ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Ευθύς θα ετοιμασθούμε. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Κύριε, πηγαίνει 'ς το δωμάτιον της μητρός του.
Κ' επιάστηκαν σε πόλεμο, και επιάστηκαν σ' αμάχη, Ποιος ζήση απ' όλους να ριχτή την ώμορφη ν' αρπάξη. Ο παντρεμμένος έφτακε καββάλα 'ςτ' άλογό του. Κ' εκεί που εκείνοι αμάχονται και ένας χτυπάει τον άλλον, Βγάζει το δαμασκί σπαθί, οφίγγεται μέσ' 'ς τη σέλλα, Κεντάει τ' αλόγου τα πλευρά και ρίχνεται 'ς τη μέση Χτυπάει εδώ και σφάζει εκεί κι' ολούθε τάφο ανοίγει.
Αν μ' εξορίζη απ' εδώ, μ' εξώρισ' απ' τον κόσμον, μ' εξώρισεν απ' την ζωήν. Τι λέγεις εξορίαν; Το πράγμα είναι θάνατος, κ' η λέξις δεν τ' αλλάζει. Εάν τον θάνατον εσύ τον λέγεις εξορίαν, μου κόπτεις το κεφάλι μου μ' ένα χρυσόν μαχαίρι, κ' ενώ με σφάζει η μαχαιριά, χαμογελάς και βλέπεις! ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Θανάσιμον αμάρτημα! Φρικτή αχαριστία!
Έπειτα σφύριξε σιγά να νιώσει ο σύντροφός του. Μα έστεκε αφτός κι' ανάδεβε τι πιο σκυλήσο τάχα να κάνει, ή τ' αμαξόκουτο συρτό από τ' ατιμόνι μ' όλα τα χαλκοπλούμιστα μέσα άρματα να πάρει — ή και ν' αρπάξει το αψηλά κουβαλητό στους ώμους — 505 για απ' των Θρακώνε το σωρό να σφάζει ακόμα κι' άλλους.
Ο 'Μέρ-πασάς μαθαίνει Του κυνηγού την προδοσιά και 'ς την απελπισιά του. 'Σάν πήρε ο Κώστας τα βουνά, του σφάζει τα παιδιά του. Τώπαν του Κώστα 'ς τα βουνά και τάρματα πετάει Και 'ς της Κλεισούρας το μικρό το ρημοκλήσι πάει Και γίνεται καλόγηρος, ντύνεται ράσα μαύρα Και της καρδιάς του την πολλή θέλει να σβύση λάβρα Με δάκρυα νύχτα-'μέρα, Μ' αναστενάγματα βαρηά που καίνε τον αγέρα.
Ναί, αφτά θα βγουν αλήθια· μονάχα η λύπη σου, αδερφέ, τα σπλάχνα θα μου σφάζει αν πάς εσύ και της ζωής αν σου κοπεί το νήμα, 170 τι ντροπιασμένος κι' άτιμος θα σύρω πίσω στ' Άργος, τι την πατρίδα οι Δαναοί θα θυμηθούν σε λίγο και την Αργίτισσα Λενιό των Τρώων θ' αφίσουν και του Πριάμου παίνεμα.
Λέξη Της Ημέρας