United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να σου πω, έτσι νάχωμε καλά Χριστούγεννα, είπον οι ποιμένες, μπορεί νάναι αλήθεια. Αυτό το καράβι για να νομίζη πως εδώ είνε η χώρα για να δώση ς' το παιδί ένα τάλλαρο ολάκερο, κάτι τρέχει. — Θεια Μυγδαλίτσα! εφώνησεν ο παις προς την ταχέως φεύγουσαν γραίαν, υψών την φωνήν του, διά να ακουσθή. Σαν είνε αλήθεια, να με φωνάξης να τραγουδήσω τα Χριστούγεννα.

Εντός χαλάσματος ολίγον κατωτέρω ην το χειμαδιό. Από την ανατολικήν άκραν του στενού, ενώ οι ποιμένες εθερμαίνοντο, εφαίνετο μέρος του πελάγους ευρύ. — Νά το ακόμα το καράβι, είπεν αίφνης υπεγερθείς ο έτερος των ποιμένων. Τώδωκετα πρίμα.

Και κάτω εις τα χαμόκλαδα, και επάνω εις τας φασκομηλέας άλλαι οικογένειαι, και νύμφαι με τα νυμφικά των, και μνηστευμέναι με τα λευκά των, και κόσμος προσκυνητών πέραν και από το βουνόν με φανάρια κατήρχοντο, ποιμένες, βραδύναντες, και η κυρά- Ασημίτσα, κομίζουσα τους πέντε άρτους εις μίαν βαθείαν κόφαν.

Ο καιρός, λέγουσι, θεραπεύει πάσας τας πληγάς• αλλ' ουχί, νομίζω, τον έρωτα και την πείναν. Απ' εναντίας όσω περισσότερον μένη τις σώφρων ή νήστις, τοσούτω η όρεξις αυτού αυξάνει, μέχρις ου καταντήση να φάγη τα υποδήματά του ως οι στρατιώται του Ναπολέοντος εν Ρωσσία, ή να αγαπήση τας αίγας του, ως οι ποιμένες των Πυρηναίων.

Εν τοιαύτη περιπτώσει οι ποιμένες, ημών λαμβάνουσι τα φύλλα του αναγύρου και δι' αυτών εντρίβουσι τον οισοφάγον, τον ουρανίσκον, την γλώσσαν του πάσχοντος ζώου μέχρις ου επέρχονται εκκενώσεις και εμετός, δι ων συνήθως οιωνίζεται η προσεχής παύσις του κακού.

Ήδη η πυρά ανέλαμψε θερμώς σελαγίζουσα εις απόστασιν. Προς τον βορράν ηγείρετο ο τοίχος της εκκλησίας, όπισθεν εγγύς τοίχος οικιών και εν τω στενώ διαδρόμω εστάθμευον οι ποιμένες. — Δε μπορέσαμε να μάθωμε για το καράβι, ήρχισε να ομιλή η μία πλαγιασμένη κάπα.

Και ως ήτο γονατισμένη, εκάθησεν, έκλινε την κεφαλήν της προς τα γόνατά της και απεκοιμήθη. Και εν ώ έξω οι ποιμένες εν πασχαλινή ανυπομονησία έστρωνον ευφροσύνως μοσχοβολούσαν την τράπεζαν, και εστρώνοντο εγγύς και αυτοί, η θεια Μυγδαλίτσα εντός του ναού ωνειρεύετο.

Οι δύο ποιμένες ένθεν και ένθεν του παιδίου κουκουλωμένοι διά το ψύχος και στηριζόμενοι επί των ποιμενικών ράβδων άνω της ποθητής χύτρας ηκροώντο εν κατανυκτική χαρά του άσματος: Χριστούγεννα! Πρωτούγεννα! Πρώτη γιορτή του Χρόνου! Εβγάτε, ακούστε, μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται. Γεννιέται κι' αναθρέφεταιτο γάλα καιτο μέλι. Το γάλα τρων' οι Άρχοντες το μέλι οι αντρειωμένοι.

Τον περισσότερον καιρόν εγύριζεν από μάνδραν εις μάνδραν, από καλύβι εις καλύβι, από κατάμερον εις κατάμερον, χωρίς εργασίαν, και του έδιδαν οι ποιμένες ξυνόγαλα κ' έτρωγε. Κάποτε του έλεγαν·Δεν πας, καϋμένε, Αγκούτσα, να βγάλης τίποτε πεταλίδες κάτω στο γιαλό, ή τίποτε καβουράκια στο ρέμμα μέσα; Τούτο ήτο ασφαλές σημείον ότι τον έδιωχναν. Ο Αγκούτσας το εκαταλάβαινε κ' έφευγε.

Αλλ' όλοι οι ποιμένες, διά την αιτίαν ταύτην, ηξεύρουσιν ολίγον να ξυλουργώσι· κατασκευάζοντες λοιπόν αμαξίδια, τα δένουσιν υπό τας ουράς, και τοιουτοτρόπως έκαστον ζώον έχει την ουράν του επί ενός αμαξιδίου. Το άλλο είδος των προβάτων έχει τας ουράς πλατείας και μέχρι πήχεως το πλάτος.