United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ώστε πρέπει, νομίζω, να προσέχης εις το ορθόν μέτρον συ ο σοφός επιστάτης. Ερμογένης. Είμαι πρόθυμος. Σωκράτης. Και εγώ είμαι πρόθυμος, καλέ Ερμογένη. Λοιπόν αξιοθαύμαστε φίλε, μη λεπτολογείς πάρα πολύ, μήπως μου αφαιρέσης το θάρρος. Ώστε καθώς είπα προ ολίγου, ας φθάσωμεν εις την κορυφήν των όσα είπαμεν. Δηλαδή πρέπει να εξετάσωμεν τι σημαίνουν τα ονόματα αρετή και κακία.

Εν τοιαύτη περιπτώσει οι ποιμένες, ημών λαμβάνουσι τα φύλλα του αναγύρου και δι' αυτών εντρίβουσι τον οισοφάγον, τον ουρανίσκον, την γλώσσαν του πάσχοντος ζώου μέχρις ου επέρχονται εκκενώσεις και εμετός, δι ων συνήθως οιωνίζεται η προσεχής παύσις του κακού.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Και όμως είνε βαρύ φορτίον να έχη τις την κουφότητα ταύτην τόσον πλησίον της καρδίας όσον η Κλεοπάτρα, αλλά συγχώρησέ με, διότι και αυταί μου αι χάριτες με θανατώνουν, όταν και σε δεν ευχαριστούν . Η τιμή σου επιτάσσει την αναχώρησίν σου· μη προσέχης λοιπόν εις την άσπλαγχνόν μου ανοησίαν.

Έπειτα φαίνεται, ότι εξηκολούθει να ενθυμήται την ιδικήν σου. Τον έστειλαν τότε εις την Γαλλίαν να τας λησμονήση και τας δυο και να σπουδάση Φαρμακευτικήν διά να διαδεχθή τον πατέρα του. Φαίνεται όμως ότι δεν κατώρθωσε να εύρη λησμοβότανον. Παρατήρησε πως τρώγει την Χριστίναν με τα μάτια. Σε συμβουλεύω να τον προσέχης και να μη συχνοφέρνης την γυναίκα σου εις τους χορούς.

Αν βάλης την ουρά σουτα ακεπά και ασκέπαστο αφήσεις το κεφάλι, θα σου τα πάρη τα δυο η ζάλη, κι' αέρας το κορμί σου θα κτυπά. Ανίσως το ποδάρι σου προσέχης και να φροντίζης την καρδιάν ξεχνάς, και πόνους εις τους κόλπους σου θα έχης, Κι' αντί να έχεις ύπνο, θ' αγρυπνάς. Διότι ακόμη δεν έγινε εύμορφη γυναίκα να μη κάμη μορφασμούς εις τον καθρέπτην. ΛΗΡ Όχι!

Μαζί μου έλα να σ' οδηγήσω εις τον Ληρ, κ' εκεί να σε αφήσω να τον προσέχης. Χρεωστώ να κρύπτωμαι ακόμη, αλλ' όταν έλθη ο καιρός να μάθης ποίος είμαι, δεν θα το έχης εντροπήν, αν μ' έδειξες φιλίαν. Εντός σκηνής εν τω γαλλικώ στρατοπέδω. ΚΟΡΔ. Εκείνος είν', αλλοίμονον!

Στρίβε κάποτε με στόμφον το μουστάκι, Δεληγιάννη, Μη προσέχης εις κανένα, βλέπε ίσα στο ταβάνι· Κτύπα κάποτε το χέρι, πότε πάλι το ποδάρι, Για να μη μπορέση άλλος τον αέρα να σου πάρη. Ένα ψιτ εάν ακούης, γίνου θάλασσα, φωτιά, Και ξεκούφαινε του κάθε διπλωμάτη τα αυτιά.

Τωόντι τινές των νεωτέρων, σχηματίσαντες εταιρείαν, εφόνευσαν κρυφίως ένα κάποιον Ανδροκλέα, προεστώτα του δημοκρατικού κόμματος, ο οποίος και είχε συντείνει τα μέγιστα εις την εξορίαν του Αλκιβιάδου. Φονεύσαντες αυτόν ήθελαν και τον δημαγωγόν να πλήξουν και να αρέσουν εις τον Αλκιβιάδην, του οποίου η επάνοδος εφαίνετο προσεχής και ο οποίος έμελλε να τους προμηθεύση την φιλίαν του Τισσαφέρνους.

Ήλθα ενωρίς, είπεν αναλαβούσα εν τω μεταξύ η Σιξτίνα, και επειδή την ελυπήθην, έμεινα να της κάμω συντροφιάν. Δεν είξευρα όμως αν είχε περάσει τόσον η ώρα. — Άλλοτε να προσέχης εις τας ώρας, αδελφή Σιξτίνα, είπε ξηρώς η ηγουμένη. Αι ώραι του βίου περνούν τόσον γρήγορα, όσον και αι ώραι του ημερονυκτίου, και μία μοναχή, ήτις δεν τας μετρεί, θα ειπή δει είνε αμελής εις τα χρέη της.

Δεν έχεις τίποτα, κορίτσι μου. — Α! Μπάρμπ' Αλέξανδρε, εψέλλισεν ασθενώς. Πότε θα μου πης πάλι τα θεία... τραγούδια; — Όποτε θέλεις, Κούλα μου. Άμα γείνη αγρυπνία εις τον Άγιον Ελισσαίον να έλθης να σου τα πω. — Να μου τα πης. Μα θα τ' ακούσω; — Άμα προσέχης, θα τ' ακούσης ... — Ωχ! Εστέναξεν, έκλεισε τα όμματα και δεν μου ωμίλησε πλέον. Της έφεραν χρίσμα, έλαιον από την κανδύλαν.