United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλή μέρα, Κανάτα! — Ανεφώνησεν η μικρά, ως με είδε, και έτεινε περιχαρής και ερασμία την δεξιάν προς εμέ, εκπεπληγμένον διά την παράδοξον προσφώνησιν. — Βάλλω στοίχημα πως δεν μ' ενθυμείσθε πλέον! εψέλλισεν έπειτα αμηχάνως η κόρη και απέσυρε την χείρα της εκ της ιδικής μου, μετανοούσα προφανώς διά την αδιάκριτον οικειότητα μεθ' ης την προσέφερεν.

Γυφτοπούλα, τι κάμνεις; — Καλά, εψέλλισεν η Αϊμά ενοχληθείσα, και επέσπευσεν όπως ανασύρη το ταχύτερον δύο ή τρία ιβάνια ύδατος και απογεμίση την λάγηνον. — Και πώς δεν σε βλέπομεν, γυφτοπούλα; — Μη την πειράζης, είπεν άλλη, δεν έχει την όρεξίν σου, — Και δεν μας λες, γυφτοπούλα, πώς περνάς τον καιρόν σου; — Και πού κρύβεσαι και δεν σε βλέπομεν συχνά;

Αλλ' όμως ελησμονήσαμεν την ομιλίαν μας την πρώτην, είπε. — Ποίαν ομιλίαν; — Διά την Σιξτίναν. Η Αϊμά εσίγησε. — Δεν μοι είπες τι σοι έλεγεν η Σιξτίνα, επανέλαβεν η ηγουμένη. — Δεν μοι έλεγε τίποτε, εψέλλισεν η Αϊμά. — Πρέπει να είσαι δικαία. Με ηρώτησες, σοι είπα όσα είξευρα. Εάν δεν σ' ευχαρίστησαν εντελώς, δεν πταίω εγώ.

Όχι, εψέλλισεν η νεάνις. Ο απευθύνας την ανωτέρω ερώτησιν ήτο γηραλέος ανήρ, και εφαίνετο σεβάσμιος. Ηγέρθη και επλησίασεν εις την νέαν. — Μήπως έχεις ανάγκην από τίποτε; Μήπως έχασες τον δρόμον; Η Αϊμά είδεν οπωσούν καλώς τους χαρακτήρας του ανθρώπου τούτου, και έφριξεν. Όχι μόνον η φωνή, αλλά και η μορφή αυτού αλλόκοτον εντύπωσιν τη επροξένει. — Πού υπάγεις; ηρώτησεν ο ξένος.

Τίποτε, εψέλλισεν ο Μάχτος αμηχανών. — Τρέχει τίποτε; — ΌχιΔιατί ήλθες και έφυγες ευθύς; επέμενεν η Αϊμά. — Ήθελα να κόψω ένα λουλούδι, είπεν ο Μάχτος. — Δεν κόβεις όσα θέλεις; Και ο Μάχτος επανελθών εις τον κήπον έδρεψεν ίον τι. — Αυτό μόνον ήτον; είπεν η νεάνις. — Βέβαια αυτό. — Και μ' ετρόμαξες. — Σ' ετρόμαξα; όχι, Αϊμά. — Πώς όχι;

Εις την υπεράνθρωπον όμως είνε δυνατόν, επανέλαβεν η ξένη. — Δεν εννοώ, είπεν η Αϊμά. — Και σε λυπούμαι πολύ, κόρη μου. Η Αϊμά δεν απήντησεν. Ήτο έκπληκτος. — Έχεις εχθρούς, έχεις διώκτας. Το πεπρωμένον σε αδικεί. Τα πάντα συνώμοσαν εναντίον σου. Και όμως είσαι τόσον συμπαθής, και τόσον καλή! — Ειπέτε καθαρώτερα, κυρία, εψέλλισεν η Αϊμά. — Και εις τι ήμαρτες, ταλαίπωρον πλάσμα!

Αφού έλεγε κατά κόρον ότι ήτο πτωχός, ίσως επεθύμει να κερδήση χρήματα. — Είσαι πτωχός, είπες; — Φτωχός... καθώς ο διάβολος, εψέλλισεν ο Τρέκλας. — Και θέλεις χρήματα; — Χρήματα; Ποιος τα έχασε; — Ορκίσου ένα πράγμα. — Τι; — Ότι δεν με είδες εκεί, είπεν αύθις μυστηριωδώς ο ξένος, και ότι δεν είσαι βαλμένος να μου πης ψέμματα.

Εψέλλισεν η μήτηρ, αποτεινομένη προς την κόρην της, ήτις ακούσασα μέσα εις τον ύπνον της την γνωστήν φωνήν του και αναμνησθείσα τας ημέρας τας καλάς του έρωτος και της ευτυχίας, επετάχθη από το στρώμα και έτρεξεν εις το τρυπημένον παράθυρον, ακροωμένη το παθητικόν άσμα και την ωραίαν φωνήν του, την μελωδικήν και απατηλήν, με την οποίαν την πρώτην φοράν την είχε γελάσει την ωραίαν κόρην ο μονόχειρ πλην μάγος μνηστήρ εκείνος.

Ότι ο άρχων έχει ανάγκην... — Ο άρχων δεν έχει ανάγκην, είπεν αγερώχως ο ξένος. — Δεν ειξεύρω να μιλήσω καλά, ετραύλισε συνεσταλμένος ο Γύφτος. — Δεν πειράζει. Ήθελες να είπης ότι ο άρχων επιθυμεί. — Ναι, αυτό ήθελα να είπω, εψέλλισεν ο Πρωτόγυφτος. — Καλά. Βλέπεις, όταν θέλης, δύνασαι να ομιλής ελληνιστί, είπεν ο άρχων. — Όταν μου τα λένε, τα διορθόνω, είπεν ο Γύφτος. — Και τούτο καλόν.

Ερώτα τους μελλονύμφους, αν θέλουν να παρθούν αμοιβαίως. Ο Παπάς έντρομος, έμεινεν αδρανής. — Άκουσες, Παπά; επανέλαβεν ο γραμματεύς του ναυάρχου. — Εγώ δι' αγιασμόν ήρθα, εψέλλισεν ο ιερεύς. Δεν ήξερα πως ήτον γάμος, να πάρω το Βαγγέλιο και το θυμιατό, να πάρω και το φελόνι μου. — Θυμιατό έχουμ' εδώ, είπεν ο Φαναριώτης. Κ' ένα τετραβάγγελο μού βρίσκεται.