Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Ησχύνθη αμέσως, ο ταλαίπωρος, ησχύνθη εαυτόν, και η χειρ του κατέπεσεν αδρανής. — Κ' εγώ είμαι μασκαράς, είπεν ηπίως, . . . μα και συ καϋμένη είσαι ανόητη. — Έλα, έλα πλάγιασε, Δημήτρη, να ησυχάσης λιγάκι, απήντησεν εκείνη, κάμπτουσα εις θωπείαν την τρέμουσαν έτι φωνήν της. — Πού να πλαγιάσω τώρα; μου έφυγε ο ύπνος· ξεύρεις όμως; μου έρχεται μία ιδέα.

&Αλλά και η αρετή δεν είναι το ίδιον με την ευτυχίαν.& — Αποδεικνύεται όμως και αυτή ανεπαρκής. Διότι φαίνεται ότι είναι ενδεχόμενον και να κοιμάται κανείς ενώ έχει αρετήν, ή να είναι αδρανής εις όλην του την ζωήν, και εκτός αυτών να κακοπαθή και να δυστυχή εις μέγιστον βαθμόν.

Εις το Ευαγγέλιον του Αγίου Ιακώβου, το κοινώς γνωστόν υπό τον τίτλον «Πρωτευαγγέλιον», υπάρχει έν αλλόκοτον πραγματικώς κεφάλαιον εξιστορούν το πώς κατά την τρομεράν στιγμήν της γεννήσεως ο άξων του ουρανού εσταμάτησεν ακίνητος, και εσίγησαν τα πτηνά, και τα ποίμνια εσκορπίσθησαν καθ' όλας τας διευθύνσεις και εστάθησαν απολιθωμένα, και ανύψωσε την χείρα του ο ποιμήν διά να κτυπήση και η χειρ έμεινεν ανυψωμένη και αδρανής.

Ο Βινίκιος κατελήφθη υπό τοιούτης αδυναμίας, ώστε έπεσεν εις τους πόδας του Αποστόλου και, ασπαζόμενος τα γόνατά του, έμεινεν εις την θέσιν εκείνην αδρανής, ανίκανος να προφέρη λεξιν. Ο Απόστολος, προφυλασσόμενος από την ευγνωμοσύνην και τα εγκώμια εκείνα έλεγεν: — Όχι εις εμέ· εις τον Χριστόν! — Οποία λαμπρά θεότης! ανέκραξεν όπισθεν των ο Χίλων.

Τι δε &λέγουσιν& οι εναντίοι; Προέγνω ο Θεός, προώρισεν ο Θεός, θα κολασθή άρα ο άνθρωπος. Και η θεία πρόγνωσις τυφλή, και η ανθρωπίνη θέλησις αδρανής. Ω της κακοδοξίας! ω της πωρώσεως! Φείσαι, Κύριε!... Ο Πλήθων παραδόξως έμενε σκυθρωπός ακούων τας λέξεις ταύτας. Ο Σχολάριος τον ώκτειρε, και εσιώπησε.

Ο Σκούντας και η Αϊμά έκυψαν ίνα εξέλθωσιν εκ του περιβόλου της μονής. Την αυτήν στιγμήν οι κώδωνες ήρχισαν να σημαίνωσι διά το μεσονυκτικόν. Τότε ο γέρων Φούρβης έβαλε κραυγήν και συνέλαβε τον Σκούνταν εκ των όπισθεν. — Τρέξατε! εδώ τους έχω. Τους έπιασα. Ο Σκούντας τοσούτον σφοδρώς τον ώθησεν, ώστε τον ανέτρεψεν ύπτιον επί του πλακοστρώτου εδάφους. Ο Φούρβης πεσών εδούπησεν ως αδρανής όγκος.

Ερώτα τους μελλονύμφους, αν θέλουν να παρθούν αμοιβαίως. Ο Παπάς έντρομος, έμεινεν αδρανής. — Άκουσες, Παπά; επανέλαβεν ο γραμματεύς του ναυάρχου. — Εγώ δι' αγιασμόν ήρθα, εψέλλισεν ο ιερεύς. Δεν ήξερα πως ήτον γάμος, να πάρω το Βαγγέλιο και το θυμιατό, να πάρω και το φελόνι μου. — Θυμιατό έχουμ' εδώ, είπεν ο Φαναριώτης. Κ' ένα τετραβάγγελο μού βρίσκεται.

Και αν μεν ήτο ανήρ αγαθός, κάμνων χρήσιν αγαθήν της εξουσίας, ηδύνατο να πράξη πολλά και μεγάλα καλά εις το κράτος και εις τους υπηκόους, αν δε κακός ή και απλώς αδρανής και ανίκανος, εγίνετο αίτιος πολλών και μεγάλων κακών. Η βασιλική εξουσία δεν ήτο αυστηρώς κληρονομική, αλλ' ούτε αιρετή , γινομένη δι' εκλογής.

Και τώρα, όπως προ 80 ετών, τα γινόμενα παρά τον Τίγρητα και τον Αράξην και την Κασπίαν θάλασσαν εύρισκαν τον αντίκτυπόν των παρά τον Δανούβιον, τον Αδρίαν και τα Καρπάθια. Αλλά και ο Ηράκλειος δεν έμενεν αδρανής.

Ιδού λοιπόν τι λέγω τώρα: Πληρώ την ζωήν μου ευτυχίας, καθώς θα επλήρουν εκλεκτού οίνου έν ποτήριον, και πίνω έως ότου η χειρ μου καταστή αδρανής και πελιδνά τα χείλη μου, ας γείνη ό,τι γείνη· ιδού η νέα φιλοσοφία μου. Αφού είπε ταύτα, έκραξε την Ευνίκην. Εκείνη εισήλθε λευκοφορούσα, μειδιώσα, χρυσόκομος. Ο Πετρώνιος ήνοιξε τας αγκάλας του λέγων: — Ελθέ.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν