United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά το λουτρόν, αυθέντα, δεν μένει ποτέ εις τας θέρμας . . . Αι άλλαι γυναίκες την εμπαίζουν και την ονομάζουν σκωπτικώς Άρτεμιν. — Αρκεί, είπεν ο Πετρώνιος, ο συγγενής μου Βινίκιος, εις τον οποίον είχα δωρήσει την Ευνίκην σήμερον το πρωί, δεν την εδέχθη· θα μείνη εις την οικίαν. Ύπαγε. — Αυθέντα, δύναμαι να σας είπω κάτι τι; — Λέγε.

Μετά μίαν στιγμήν ηκούσθη βήμα βαρύ και ρυθμικόν, και εις την αίθουσαν εισήλθεν ο εκατόνταρχος Άπερ, τον οποίον εγνώριζεν ο Πετρώνιος, φέρων σιδηρά όπλα και κράνος. — Ευγενή άρχον, είπεν, ιδού μία επιστολή του Καίσαρος. Ο Πετρώνιος ήπλωσε νωχελώς την λευκήν χείρα του, έλαβε την πινακίδα και ρίψας βλέμμα εις αυτήν, την ενεχείρισεν ατάραχος εις την Ευνίκην.

Ο Βινίκιος παρήγγειλε να υπάγουν να ζητήσουν την Ευνίκην, αλλ' εδήλωσεν ότι δεν είχε διάθεσιν να κουράζη τον νουν του με το Άντιον. «Ο κόσμος, είπε, δεν περιορίζεται εις το Παλατίνον δι' εκείνους μάλιστα, οίτινες έχουν άλλο τι εις την καρδίαν και την ψυχήν.

Η νεάνις έκλινε το πρόσωπόν της μέχρι των ποδών του κυρίου της και έμεινεν ακίνητος. Ο Πετρώνιος έρριψε βλέμμα εις τους άνδρας. Παρετήρησε την Ευνίκην κειμένην παρά τους πόδας του και μετέβη εις το τρίκλινον χωρίς πλέον να ομιλήση. Μετά το γεύμα του μετέβη εις το παλάτιον, κατόπιν εις την οικίαν της Χρυσοθέμιδος, όπου έμεινε πολύ αργά.

Έσεισε τους ώμους όπως αποδιώξη τους φόβους του, ηγέρθη, και απεφάσισε να μεταβή εις το ανάκτορον, και εκείθεν εις της Χρυσοθέμιδος. Διερχόμενος του υπηρετικού προθαλάμου, παρετήρησε μεταξύ των άλλων υπηρετών και την Ευνίκην. — Εμαστιγώθης; ηρώτησεν. Εκείνη και πάλιν ερρίφθη εις τους πόδας του και εφίλησε το κράσπεδον της τηβέννου του. — Ναι, αυθέντα! εμαστιγώθην, απήντησε. Ναι, αυθέντα! . . . .

Όταν εσβέσθη και η τελευταία αρμονία, εστράφη προς τους κεκλημένους: — Φίλοι, είπεν, ομολογήσατε, ότι τελειώνω. Δεν ηδυνήθη να τελειώση την φράσιν του. Με υπερτάτην χειρονομίαν, ο βραχίων του περιέβαλε την Ευνίκην και η κεφαλή του ανέπεσεν.

Αγαπώ τα βιβλία, τα οποία συ δεν αγαπάς· αγαπώ την ποίησιν, την σκηνήν, τα αγγεία, τους τιμίους λίθους, έχω πόνους των νεφρών, τους οποίους συ δεν έχεις και τέλος έχω την Ευνίκην και συ ουδέν τοιούτον έχεις, θέλω να ζήσω μέχρι τελευτής του βίου μου φαιδρός και διασκεδάζων. Ενώ συ φαίνεται πώς θέλεις να αποστραφής από αυτά και . . . — Θα έλεγε κανείς ότι φοβείσαι μη γίνω χριστιανός;

Επώλησα εις την δυστυχισμένην Ευνίκην δύο κλωστές από τον παλαιόν μανδύαν μου. Είναι εύμορφη, και εάν μου την επρόσφερεν ο Πετρώνιος . . . Ναι, ναι, Χίλων Χιλωνίδη, είσαι ξένος και ορφανός, λάβε όπως ημπορέσης μίαν δούλην τουλάχιστον διά να σε παρηγορή. Αλλ' ιδού έφθασα εις του Σπόρου αυτού του κλέπτου. Το καπηλείον του είνε ο τόπος πού πληροφορείται κανείς ευκολώτερα».

Ολίγας στιγμάς κατόπιν η δούλη επέστρεφεν ακολουθουμένη από τον Κρήτα Τειρεσίαν, τον φύλακα του προθαλάμου. — Λάβε την Ευνίκην, και δώσε της εικοσιπέντε μαστιγώσεις, αλλά χωρίς να βλάψης το δέρμα της, είπεν ο Πετρώνιος.

Ναι, αγαπητέ μου, είπεν ο Βινίκιος, ο κόσμος μέλλει να αναπλασθή, να αναγεννηθή. — Θα μοι επιτρέψης, είπεν ο Πετρώνιος, να στείλω τους δούλους σου με έν φορείον να φέρουν εδώ την Ευνίκην; ξενύσταξα πλέον και θέλω να διασκεδάσωμεν απόψε. Προσκάλεσε και τον κιθαρωδόν σου και κατόπιν ομιλούμεν διά το Άντιον.