United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο έρως τον οποίον προσεπάθει πάλιν ν' αναπτύξει εντός του, ήτο τόρα τόσον μακράν! Όλαι του αι δυστυχίαι απέρρεον εκ του έρωτος αυτού. Ο επί δώδεκα όλα έτη διαρκής πόλεμος είχε γηράσει τον Τετράρχην. Οι ώμοι του εκυρτούντο εντός της βαθυχρώμου τηβέννου του με τας κυανάς παρυφάς.

Ο Βινίκιος ήτο άνευ τηβέννου, κατά την συνήθειαν, ενδεδυμένος μόνον βαθυκόκκινον χιτώνα, από τον οποίον εξήρχοντο οι γυμνοί και καθαροί βραχίονες του περιβεβλημένοι χρυσά βραχιόλια, ίσως περισσότερον τυλώδεις βραχίονες στρατιώτου, κατάλληλοι διά την ρομφαίαν και την ασπίδα. Έφερε στέφανον εκ ρόδων.

Ο Βιτέλλιος εκράτει το χρυσοκέντητον λωρίον του ξίφους του το οποίον κατέβαινεν εις διαγώνιον γραμμήν επί της μαλλίνης τηβέννου του. Ο Αΰλος είχε δεμένας εις τους ώμους του τας περιχειρίδας του εκ μεταξωτού κυανού με αργυράς σειράς. Οι πλόκαμοι της κόμης του εσχημάτιζαν κύματα, έν περιδέραιον εκ σαπφείρου έλαμπεν επάνω εις το στήθος του, το παχύ και λευκόν ως γυναικός.

Με το μειδίαμα εις τα χείλη και διευθετών με νωχελή χείρα τας πτυχάς της τηβέννου του, επερίμενε τι θα έλεγεν ή θα έπραττεν ο Καίσαρ. Ο Καίσαρ είπε: — Θέλετε να τον τιμωρήσω, αλλ' είναι εταίρος και φίλος μου. Και μ' όλον ότι μου επλήγωσε την καρδίαν, θέλω να μάθη ότι η καρδία αύτη μόνον την συγγνώμην έχει διά τους φίλους της. — Έχασα . . . και εχάθην, εσκέφθη ο Πετρώνιος.

Ο θαυμασμός ούτος απεικονίζετο και επί των χαρακτηριστικών των δύο εκ Κω νεανίδων, αίτινες διηυθέτουν την στιγμήν εκείνην τας πτυχάς της τηβέννου του και εκ των οποίων η μία, η Ευνίκη, τον εκύτταζεν εις τους οφθαλμούς ταπεινή και γοητευμένη. Αλλ' αυτός δεν έδιδε καμμίαν προσοχήν εις την συγκίνησιν ταύτην. Και θέσας τον βραχίονα επί του ώμου του Βινικίου ο Πετρώνιος έσυρεν αυτόν εις το τρίκλινον.

Ο λαός ως μαινόμενος εζήτει χάριν και έκραζεν: «αρκεί το αίμα πλέον, αρκούν τόσοι νεκροί, τόσα βασανιστήρια». Φωναί πνιγόμεναι από λυγμούς εζήτησαν χάριν και διά τους δύο. Αίφνης ο Βινίκιος ανεπήδησεν από της έδρας του, υπερέβη τον φραγμόν του γύρου, ώρμησε προς την Λίγειαν και εκάλυψε διά της τηβέννου του το γυμνόν σώμα της μνηστής του.

Όταν ο Τειρεσίας του είπεν ότι άνθρωπός τις ισχυρίζετο ότι ήτο ικανός να ανεύρη την Λίγειαν, ο Βινίκιος έτρεξεν αμέσως εις του Πετρωνίου και ήρχισε τας ερωτήσεις. — Πρόκειται, απεκρίθη ο Πετρώνιος, διά κάποιον, ο οποίος θα φανή χρήσιμος εις τας ερεύνας. Εντός ολίγου η Ευνίκη, ήτις γνωρίζει τον άνθρωπον, θα έλθη να διευθετήση τας πτυχάς της τηβέννου μου. Και θα μας δώση πληροφορίας.

Έσεισε τους ώμους όπως αποδιώξη τους φόβους του, ηγέρθη, και απεφάσισε να μεταβή εις το ανάκτορον, και εκείθεν εις της Χρυσοθέμιδος. Διερχόμενος του υπηρετικού προθαλάμου, παρετήρησε μεταξύ των άλλων υπηρετών και την Ευνίκην. — Εμαστιγώθης; ηρώτησεν. Εκείνη και πάλιν ερρίφθη εις τους πόδας του και εφίλησε το κράσπεδον της τηβέννου του. — Ναι, αυθέντα! εμαστιγώθην, απήντησε. Ναι, αυθέντα! . . . .