Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Μόνον εξήρχετο συχνά εις τον εξώστην, προσποιουμένη ότι ήθελε να κουβαλήση το έν ή το άλλο, και έμενεν επί μακρόν κ' εκύτταζεν. Δεν επανήρχετο ειμή αν την ανεκάλει η μαμμή η Μπαλαλού. Επλησίαζεν ήδη μεσημβρία, και η αγωνία της Πλανταρούς έφθασεν εις το κατακόρυφον. Δεν εφαίνετο πλέον να υπάρχη ελπίς.

Εκείνος όμως δεν την εκύτταξεν, αλλά βιαίως έτρεχε και κάθε ολίγον μετά φόβου εγύριζε, και εκύτταζεν όπισθέν του, ωσάν να είχε τινά που να τον εκυνηγούσεν. Αφού τον έχασαν από τα μάτια τους, ιδού και βλέπουν να φθάνη άλλος καβαλλάρης, που με μεγάλην βίαν εχτυπούσε το άλογόν του διά να τρέχη.

Ήτο λιπόθυμος, αδρανές σώμα, ωχρός και μόλις αναπνέων. Οι άνδρες τον έλυσαν, τον επλάγιασαν υπό τον σχοίνον, του έδωκαν να πίη ρούμι, τον έβρεξαν με νερό. Ευτυχώς δεν εβράδυνε να συνέλθη. Η Ψαρή ήτο εκεί, και τον εζέσταινε με την πνοήν της. Η Στέρφα ίστατο ολίγον παραπέρα, και εκύτταζεν ηλιθίως. Η θειά-Αρετώ εθαύμαζε, και έλεγεν ακόμη·Τι αποκοτιά! τι αποκοτιά!

Τι έγιναν εκείνα τα χρόνια, μαννούλα μου! — Τι έγιναν εκείνα μαθές, παιδάκι μου! . . . Και τότε ίστατο και την έβλεπε και αυτός σιωπηλός και ακίνητος. Την εκύτταζεν, ως εν απορία προς το αιώνιον πρόβλημα της ζωής, το οποίον ιδού ανωρθούτο ενώπιόν του μαύρον, ως φάντασμα, ως ο σκελετός εκείνος με το δρέπανον . . . — Διατί να γηράσκωμεν! και διατί να αποθνήσκωμεν!

Βλέπων δε αυτήν κατά πρόσωπον ηρώτησε: — Με γνωρίζεις, γερόντισσα; — Πού να σε γνωρίσω, γυιε μ'; — Είμαι πατριώτης σου, και πάω για την πατρίδα. Μαζί θα πάμε. Η θεια-Αννούσα απόμεινε και τον εκύτταζεν ως αρνίον.

Ο δε βασιλεύς ήτον πολλά εκστατικός διά την μεγάλην ευμορφάδα της θυγατρός του, και δεν ημπορούσε να ξεκολλήση από το να την χαίρεται· μα αυτή η χαρά του δυστυχούς ολίγον του εφτούρησεν επειδή και εις το αναμεταξύ που την εκύτταζεν, ιδού και εμβαίνει εις εκείνον τον χοντζερέ μία σκύλα άσπρη πολλά μεγάλη με το στόμα ανοικτόν, την οποίαν η Κεριστάνη βλέποντάς την έκραξε, λέγοντάς της· έπαρε τούτην την μικράν κόρην απ' έμπροσθέν μου· ότι δεν ημπορώ να την υποφέρω· και η σκύλα ευθύς επλησίασε, και παίρνοντας με τα δόντια την κόρην έφυγε με μεγάλην ορμήν.

Άμα εμβήκεν εις την βάρκαν, εξέχασε να κάμη τον σταυρόν του, μόνον είπεν αυτομάτως, χωρίς να σκεφθή· Καλό πνίξιμο, παιδιά. Ο Καλούμπας εκάγχασεν· ο Νειόγαμπρος εσιώπησεν. Η Νειόνυφη, η σύζυγός του, ήτις τους εκύτταζεν από το παράθυρον, ήκουσε τον απαίσιον αστεϊσμόν, το λευκόν μέτωπόν της συνεφρυώθη, και στεναγμός εφούσκωσε το εύκολπον στήθος της. — Αστοχιά στο λόγο σου, εψιθύρισε.

Σέλω νάναι πουλύ, πουλύ μεγάλη! είπεν ο μικρός. — Μεγάλη γρηά, ίσα μ' εμένα, είπεν η Φραγκογιαννού. Εν τω μεταξύ, το μικρότερον των δύο κορασίων, το Δαφνώ, καθώς εκύτταζεν εναλλάξ τον λύχνον και την Φραγκογιαννού με τεθηπός βλέμμα, ως να υπνωτίσθη από το όμμα της γραίας, ενύσταξε, έγειρε το κεφαλάκι του προς την εστίαν, και απεκοιμήθη.

Όπου ο μικρός υιός του παπά, όστις εκύτταζεν ανάλγητος μικρόν νεκρόν σώμα, ηρώτησεν ακαίρως τον πατέρα του· — «Παπά, γιατί λες «μητρός αθλιέστερον», και δεν λες «συμπαθέστερον», όπως και για τον πατέρα;

Ο θαυμασμός ούτος απεικονίζετο και επί των χαρακτηριστικών των δύο εκ Κω νεανίδων, αίτινες διηυθέτουν την στιγμήν εκείνην τας πτυχάς της τηβέννου του και εκ των οποίων η μία, η Ευνίκη, τον εκύτταζεν εις τους οφθαλμούς ταπεινή και γοητευμένη. Αλλ' αυτός δεν έδιδε καμμίαν προσοχήν εις την συγκίνησιν ταύτην. Και θέσας τον βραχίονα επί του ώμου του Βινικίου ο Πετρώνιος έσυρεν αυτόν εις το τρίκλινον.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν