United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ρηγινιώ εσιώπησεν, αλλ' οι φόβοι της δεν κατέπαυσαν εντελώς. Την είχε φοβίσει καθ' υπερβολήν η Ζερβούδαινα. Καθ' ά είχεν ακούσει η χήρα, ο Τερερές εφοβέριζεν ότι όχι μόνον θα έδενε τον Μανώλην, αν επραγματοποιείτο το συνοικέσιον με το Πηγιό, αλλά και θάβανε τα δεσίματα στο τουφέκι και θα επυροβόλει, διά να μείνη επί ζωής του άλυτος ο αντίζηλος.

ΠΑΜΦ. Αληθώς το θέμα της συζητήσεως ήτο πρωτότυπον, αρχίζω δε και εγώ να διατίθεμαι ευθύμως από αυτήν την αλλόκοτην κατηγορίαν. Ο δε άλλος τι είπε; Εσιώπησεν ή διέψευσε την κατηγορίαν;

Το εδιάβασα κ' εχαμογέλασα· αυτή ρώτησε: γιατί; — Τι θείον δώρον είναι η φαντασία! ανεφώνησα· ηδυνήθην να φαντασθώ για μια στιγμή πώς είχε γραφή για εμέ. Αυτή εσιώπησεν, εφάνη ότι δεν της άρεσε και εγώ εσιώπησα. 6 Σεπτεμβρίου. Μου ήτο πολύ δύσκολον ν' αποφασίσω, ν' αφήσω το γαλάζιο απλούν επανωφόρι μου, με το οποίον κατά πρώτην φοράν εχόρευσα με την Καρολίναν· επί τέλους όμως εχάλασα πάρα πολύ.

Όταν έλαβε το ποτήρι ο Αλκιδάμας εσιώπησεν επί πολύ• έπειτα επλάγιασε κατά γης και στηριζόμενος εις τον αγκώνα του έμεινεν εις την θέσιν εκείνην, ημίγυμνος και κρατών το ποτήρι όπως οι ζωγράφοι παριστούν τον Ηρακλήν φιλοξενούμενον υπό του Φόλου .

Η ηγουμένη, της ώρισεν άλλο διακόνημα. Η Αϊμά εσιώπησεν. — Εκ του στόματός μου, επανέλαβεν η μοναχή, δεν θα εξέλθη λόγος ψευδής, ουδέ δόλον θα μελετήση η καρδία μου. &Λαβάμπο ιν ιννοτσέντιμπονς μάνους μέας&. Η Αϊμά ουδέ λέξιν ενόει εκ των λεγομένων υπό της αδελφής Καρμήλης.

Πώς να πυροβολήση το ζώον χωρίς να βλάψη τον άνθρωπον; Ο Χρήστος, νέας λαβών δυνάμεις ως εκ της επελθούσης επικουρίας, σφίγγει την κεφαλήν της λυκαίνης, την κρατεί όσον ηδύνατο μακράν του στήθους του και φωνάζει: Φωτιά! Ο γέρων, χωρίς να χάση καιρόν, στηρίζει την κάνναν εις το αυτίον του ζώου και πυροβολεί. Η λύκαινα έμεινεν εις τον τόπον. Ο Παππά-Σεραφείμ εσιώπησεν επ' ολίγον.

Τι σου ήλθε να κάμης τόσον δρόμον πεζή, παππαδιά; — Ενόμιζα ότι θα σας απαντήσω εις τα μισά του δρόμου και ολίγ' ολίγον ήλθα έως εδώ. Πού είνε ο παππάς; — Μέσα, με τον λεπρόν. — Ζη ή απέθανε; — Ό,τι και αν σου 'πώ, σε γελώ. — Δεν πηγαίνεις να ιδής; — Μου το έχει εμποδισμένον ο παππάς. Η παππαδιά εσιώπησεν επ' ολίγον και έπειτα επανέλαβε μετά τινος ανησυχίας: — Θα νυκτωθήτε εδώ. — Δεν πειράζει.

Ως μάγος ο Τερερές δεν ήτο πλέον μόνος, αλλά συντροφευμένος υπό των δαιμόνων. Αφού εσιώπησεν επ' ολίγον ο Σαϊτονικολής είπε με νέαν έξαψιν, απευθυνόμενος προς τον υιόν του: — Δε φταίει ο Τερερές· φταις εσύ, μπουντάλακα απού τον αφήκες να πάρη θάρρος οντέν εμαλώσετε. Θαρρείς πως δεν τάμαθα; εσύ τούδωκες το θάρρος να μας φοβερίζη κιόλας. Είντα σου τσέδωκε ο Θεός αυταισές τσι χερούκλες να τσι κάνης;

Ο Καραϊσκάκης, αν και με τούτο δεν ευχαριστήθη, εσιώπησεν όμως, ελπίζων ότι εις δευτέραν ευκαιρίαν θέλει κατορθώσει εντελώς τον σκοπόν του. Διά τον συμβάντα κατ' εκείνην την εποχήν δεύτερον ανταρτικόν πόλεμον διετάχθη και ο Καραϊσκάκης, καθώς και όλα σχεδόν τα της Στερεάς Ελλάδος στρατεύματα, να μεταβή εις Πελοπόννησον.

Σε λίγο εγέμισε το βιβλίον μου ασημένια, πενηνταράκια και εικοσιπενταράκια. Αφού δε περιήλθα τους χορούς τότε εγύρισα και εμβήκα και εις την δεξιάν πλευράν της εκκλησίας, οπού ήσαν οι πλοίαρχοι και οι ναυτικοί. Ενταύθα εσιώπησεν ο καπετάν-Φαφάνας, ηρνείτο δε να εξακολουθήση υποκρινόμενος ότι τον εζάλισαν οι καπνοί των σιγάρων.