United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ δεν μπορώ να του τα 'πω, γιατί 'νε κύρης μου και 'ντρέπομαι. Μα εσύ γιάιντα δεν του τα λες; Η Πηγή εσιώπησεν, έτοιμη να δακρύση, διότι δεν ηδύνατο να δικαιολογηθή. Ο δε Μανώλης, όστις όσον έβλεπε την Πηγήν συστελλομένην εγίνετο τολμηρότερος, είπε: — Δε μου λες πως δε θες να παντρευτούμε, μόνο .. . — Εγώ δε θέλω;

Πρώτα ο Θεός, να πωλήσω εις την Τήνο από δυο και τρεις δραχμάς την μία, της πεντακόσιες εικόνες μόνονΔιεκόπη αίφνης, Τω ήλθε διάθεσις πάλιν να εκφώνηση «όξω φτώχια», αλλά συλλογισθείς τα παθήματά του, εδάγκασε την γλώσσαν του και εσιώπησεν.

Διότι αν αφήσωμεν τα πράγματα να πηγαίνουν όπως πηγαίνουν, το τέλος του κόσμου θ' αρχίση από την Ελλάδα. Έπειτα, αφού επ' ολίγον εσιώπησεν, είπε με την μεγαλειτέραν σοβαρότητα: — Μετά τετρακόσια χρόνια τα λέμε! Είχεν ομιλήσει πολύ και με την τελευταίαν φράσιν του ήλθε παροξυσμός του άσθματος τόσον σφοδρός, ώστε εφοβήθημεν ότι θα ετελείωνε.

βαθεία τωόντι σκέψις στηριζομένη εις ολόκληρον τον βίον της ανθρωπότητος, εάν είναι αληθές ότι εις τας μεγάλας μεταβολάς, όσας ετέλεσεν η ανθρωπίνη αυτοβουλία, ο Θείος Νόμος εσιώπησεν εις την συνείδησιν, αι θείαι εντολαί ελησμονήθησαν, όπως πραγματοποιηθή ό,τι κατά τας υπαγορεύσεις του ανθρωπίνου λόγου απαιτούσεν η ανάγκη της ανορθώσεως του Δικαίου.

Και λαβούσα τον τυφλόν εκ της χειρός ηκολούθησε τον ιατρόν εις την τραπεζαρίαν. — Ελέησόν με ο Θεός... ήρχισεν ο τυφλός. — Σιωπή Γιάννη! Να μη σακούση ο ιατρός! Ο Γιάννης εσιώπησεν. — Ο συνάδελφος μου, έλεγε καθ' εαυτόν ο ιατρός, θα νομίση ότι περιποιούμαι την καλήν αυτήν γραίαν, διά να του προμηθεύσω ψήφους! θέλει να γείνη βουλευτής! Ας γείνη να ιδή την γλύκαν.

Αλλ' εσιώπησεν, ως διστάζων πόθεν ν' αρχίση. Ο καθηγητής συστείλας τους ώμους και πάλιν, έστρεψε το βλέμμα προς τον ήλιον και είδεν ότι είχεν ήδη κρυφθή όπισθεν του βουνού. — Δεν τα λέγομεν καλλίτερα περιπατούντες; Ώρα να επιστρέψωμεν πλέον. Και ηγέρθη. Ηγέρθη και ο Λιάκος, και οι δυο φίλοι επορεύθησαν προς την πόλιν.

Επλησίασεν εις το πυρ την χύτραν, εν τη οποία έβραζεν ο ζωμός, ο προωρισμένος διά τον Βινίκιον, και εσιώπησεν. Οι λογισμοί του επλανώντο εν μέσω των δρυμώνων της πατρίδος του.