United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και λαβούσα τον τυφλόν εκ της χειρός ηκολούθησε τον ιατρόν εις την τραπεζαρίαν. — Ελέησόν με ο Θεός... ήρχισεν ο τυφλός. — Σιωπή Γιάννη! Να μη σακούση ο ιατρός! Ο Γιάννης εσιώπησεν. — Ο συνάδελφος μου, έλεγε καθ' εαυτόν ο ιατρός, θα νομίση ότι περιποιούμαι την καλήν αυτήν γραίαν, διά να του προμηθεύσω ψήφους! θέλει να γείνη βουλευτής! Ας γείνη να ιδή την γλύκαν.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Εάν σ' ιδούν σ' εσκότωσαν! ΡΩΜΑΙΟΣ Αλλοίμονονεμένα! Φοβούμαι περισσότερον το ιδικόν σου μάτι, παρά σπαθιά των είκοσι. — Με γλύκαν κύτταξέ με, και ούτε συλλογίζομαι την ιδικήν των έχθραν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Δεν ήθελα να σε ιδούν διά τον κόσμον όλον. ΡΩΜΑΙΟΣ Δεν έχει φόβον της νυκτός το ράσον με σκεπάζει, φθάνει εσύ να μ' αγαπάς, κι’ ας μ' εύρουν δεν με μέλει!

ΡΩΜΑΙΟΣ Συχνά συχνά, γυναίκα μου, ειδήσεις μου θα έχης. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Να σε ιδώ και να μ' ιδής άλλην φοράν ελπίζεις; ΡΩΜΑΙΟΣ Ω βέβαια! Οι τωρινοί καϋμοί μας θα περάσουν και θα τα λέγωμεν αυτά με γλύκαν μιαν ημέραν.

Και ο ευσεβής προσκυνητής θα εύρισκε μεγάλην γλύκαν και παρηγορίαν, από της πίκραις του κόσμου, εις το να θεωρή μόνον την πενιχράν κανδήλαν καίουσαν εμπρός εις την ωραίαν εικόνα την ζωγραφημένην από τον μακαρίτην Αθανάσιον τον Κεφαλάν, Ηπειρώτην, άνδρα αγωνιστήν, ευπαίδευτον, πολύγλωσσον, ωρολογοποιόν και ζωγράφον, όστις όμως όλην την ζωήν του υπήρξε δημοδιδάσκαλος τρίτης τάξεως, και απέθανεν υπερενενηκοντούτης με την τριακοντάδραχμον σύνταξίν του.

Αλλά, συμπάθησέ με, σου πρέπει μάλλον μάλλωμα, ότι σου λείπει γνώσις ή έπαινος, αν φέρεσαι με γλύκαν που σε βλάπτει. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Εγώ δεν βλέπω έως πού το 'μάτι σου πηγαίνει. Αλλ' όταν τα καλλίτερα κανείς πολυγυρεύη και ό,τι στέκεται καλά συχνά το καταστρέφει. ΓΟΝΕΡ. Τότε λοιπόν... Δ0ΥΞ ΑΛΒ. Καλά, καλά. Τα τέλη να ιδούμεν. Εξέρχονται. Αυλή έμπροσθεν του αυτού μεγάρου.

ΠΡΙΓΚΗΨ Μπεμβόλιε, ποιος ήτον η αφορμή; ποιος ήρχισεν ο πρώτος; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Ο Τυβάλτης! Αυτός, που τον εφόνευσε το ξίφος του Ρωμαίου. Φρόνιμα λόγια και σωστά του είπεν ο Ρωμαίος· του είπεν ότι αφορμήν δεν είχε να μαλώση· τον υψηλόν σου ορισμόν να 'θυμηθή του είπε· και του τα έλεγεν αυτά με γλύκαντην φωνήν του, με 'μάτι ημερώτατον, μ' ευγένειαντους τρόπους.

Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην έν με το κύμα, ως να μετείχον της φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους. Δεν θα μου έκανε ποτέ καρδιά να έβγω από την θάλασσαν, δεν θα εχόρταινα ποτέ το κολύμβημα, αν δεν είχα την έννοιαν του κοπαδιού μου.

Η φωνή του τρεμουλιαστή, διάφανη, κρουσταλλένια, γέμισε τη νύχτα με μια γλύκαν ασύγκριτη. Έκρυβε τέτοιο παράπονο μέσα της, που μπορούσε να ραγίση και τα λιθάρια. Ολονών τα μάτια βουρκώσανε. — Έτσι ντε! Ψαλτικά μάλιστα, είπε ο Θανάσης. Ναναγαλλιάση κ' η ψυχή του μακαρίτη, εκεί που βρίσκεται. Ο Μαθιός αναστέναξε.

Ο έρωτας, να έχη τόσην γλύκαν, και τέτοιος τύραννος σκληρός όπου χωθή να είναι! ΡΩΜΑΙΟΣ Αλλοίμονον! Ο Έρωτας κι’ αν με δεμένα 'μάτια όπου θελήση να χωθή, ευρίσκει μονοπάτια! Πού θα γευθής; — Τι έπαθαν κ' επολεμούσαν πάλιν; Αλλ' όμως μη μου το ειπής, διότι το γνωρίζω. Ω! είν' εδώ μίσος πολύ και περισσή αγάπη! Αγάπη με μαλώματα! Ερωτευμένον μίσος! Ω! Κάτι, απ' το Τίποτε αρχή αρχή πλασμένον!