United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τούτοις η Ιωάννα εγερθείσα έσπευδε να κρύψη υπό το ράσον της τα αίτια της έριδος, ενώ οι δύο καλόγηροι εξηκολούθουν γρονθοκοπούμενοι και το αίμα ήρχιζεν ήδη να τρέχη, αλλ' ευτυχώς μόνον εκ της μύτης.

ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ Δεν ήτο τρόπος να σταλθή. Ιδού· εδώ το έχω ούτε μου ήτο δυνατόν να σου το στείλω 'πίσω. Τόσος τους έπιασε πολύς επιδημίας φόβος. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ω συμφορά! Το γράμμα μου ασήμαντον δεν ήτο, αλλ' είχε, μα το ράσον μου, μεγάλην σημασίαν, και ίσως η αναβολή κακόν μεγάλον φέρη. Πήγαινε τώρα, πήγαινε, ω πάτερ Ιωάννη, εύρε λοστόν, και φέρε τον αμέσως ‘ς το κελλί μου.

Τοιαύτην έβλεπεν εαυτήν εν τω ύδατι η Ιωάννα, τοιαύτην είδον καγώ εν τω χειρογράφω της Κολωνίας την εικόνα της. Η οπτασία εκείνη επράυνεν οπωσούν της ηρωίδος μου τον πόνον, ήτις απλωθείσα επί της χλόης και στηρίξασα επί της χειρός την κεφαλήν ήρξατο να σκέπτηται πως ήθελε μεταχειρισθή το κάλλος και την σοφίαν της· αν ήθελεν ενδυθή ράσον ή αναζητήση άλλον αντί του πατρός της προστάτην.

Η φωνή του είχε τι το σοβαρόν, το επιβάλλον. Ουδέποτε η σύζυγός του τον ήκουσεν ομιλούντα ούτω. Τον ήκουε και τα δάκρυα ανέβαινον ησύχως εις τους οφθαλμούς της. Ησθάνετο ότι η δοκιμασία αύτη ενίσχυσε διά παντός την ψυχήν του. — Να μείνω εδώ την νύκτα; ηρώτησεν ο Γεροθανάσης. — Μείνε, θα έλθω πολύ πρωί. Και βλέπων την σύζυγόν του, ήτις έτεινε προς αυτόν το ράσον,

Κόμητες, δέσποιναι, ιππόται και ιεράρχαι συνωθούντο εν τη αιθούση του εν Ακυισγράνω ανακτόρου. Οι ραψωδοί έψαλλον τους άθλους του τροπαιούχου νυμφίου, οι μίμοι και αι ορχηστρίδες εκίνουν εις γέλωτα δι' αλλοκότων μορφασμών, οι κύβοι κατεκυλίοντο και ο οίνος εκυκλοφόρει εντός αργυροχείλων ποτηρίων. Αλλ' άμα το μαύρον μου ράσον εφάνη παρά την φλιάν της θύρας, άμα το όνομά μου, «Λιόββα η ηγουμένη!

Επρόσφερεν εν σιωπή το προσόψιον εις τον άνδρα της, εκείνος δε εσπογγίσθη, εφόρεσε το ράσον, έθεσεν επί κεφαλής το καλυμμαύχιον, εφίλησε την σύζυγόν του εις το μέτωπον και εξήλθε κρατών εις χείρας τα κλειδία της Εκκλησίας.

Κατ' εκείνην την στιγμήν ο ιερεύς εξήλθε της καλύβης και με βήματα αργά διέσχισε τον κήπον. Δεν εφόρει το ράσον του. Εις τας ανυψωμένας χείρας εκράτει το ευχολόγιον και το αρτοφόριον. Εβάδιζε με ορθίαν και ακίνητον την κεφαλήν, με το βλέμμα ήρεμον, ενώ έσειεν ο άνεμος την λυτήν κόμην του. Εφαίνετο άλλος ήδη άνθρωπος!

Διότι εγίνωσκεν ότι ο κύριός του είχε προ πολλού διακόψει πάσαν προς τους μοναχούς σχέσιν και ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην ετόλμα άνθρωπος φορών ράσον να παρουσιασθή όπως ζητήση συνέντευξιν μετά του Πλήθωνος. — Και τι τον θέλεις; ηρώτησεν ο Θεόδωρος αποτόμως. — Θέλω να τω ωμιλήσω, απήντησε μετά συστολής ο ξένος. — Τι έχεις να το είπης; Ο ξένος εκίνησε τους ώμους.

Αι δύο λοιπόν προσκυνήτριαι μη δυνάμεναι να μαντεύσωσι, τι υπό το ράσον της Ιωάννας υπεκρύπτεπτο, επλησίασαν απαιτούσαι ολίγα δηνάρια, αντί των οποίων υπέσχοντο ν’ ανοίξωσιν εις τους δύο νεανίσκους τας πύλας του ουρανού εις τον μέλλοντα και τας αγκάλας των εις τον παρόντα βίον.

Η μεν τούτων είχε γυμνά τα στήθη, άνθη επί της κεφαλής και μειδίαμα επί των χειλέων, η δε μαύρον ράσον, σταυρόν επί του στήθους και κατάνυξιν επί του προσώπου. Αμφότεραι ήσαν ωραίαι, αλλά της μεν το κάλλος ενεθύμιζεν ευθύμους εορτάς, ποτηριών συγκρούσεις και χορευτών ποδοκρουσίαν, της δε το υγρόν βλέμμα τας μυστηριώδεις των κοινοβίων απολαύσεις, αθόρυβα συμπόσια και σιγαλά φιλήματα.