United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλώς ταδέχθης, της είπε μειδιών. «Καλώς ταδέχθη» αυτή! και από ποίον επερίμενε τίποτε; — Έλαβα ένα γράμμα διά σε, Αχτίτσα, προσέθηκεν ο γέρων ιερεύς, τινάσσων την χιόνα από το ράσον και το σάλι του. — Ορίστε, δέσποτα! Και μακάρι έχω τη φωτιά, εψιθύρισε προς εαυτήν, ή το γλυκό και το ρακί να τον φιλέψω; Ο ιερεύς ανέβη την τετράβαθμον κλίμακα και ελθών εκάθισεν επί του σκαμνίου.

Ενίκησε τους τελευταίους ενδοιασμούς της δειλίας η συναίσθησις της ιεράς αποστολής του. Ότε έφθασεν εις την θύραν, ο γέρων, όστις τον ηκολούθει παρά πόδας, έθιξεν ελαφρώς το ράσον του. Ο ιερεύς, με τον ένα πόδα επί του κατωφλίου, εστάθη και έστρεψε την κεφαλήν. Η ξανθή του κόμη εκυμάτιζε λυτή επί του αυχένος του. — Παππά μου, μη εγγίσης το μανδήλι εις το πρόσωπόν του.

Ταύτα, λέγουσα απετίναξεν η Αγία Λιόββα από των ώμων το ράσον και εφάνη ενδεδυμένη αράχνινον χιτώνα της Κέω, α έ ρ α ε ξ υ φ α σ μ έ ν ο ν, ως ωνόμαζον τους τοιούτους οι ποιηταί, υπό τον οποίον το σώμα αυτής έλαμπεν ως γενναίος οίνος υπό κρύσταλλον της Βοημίας.

Ο παπάς έρριψε κάτω την μίαν άκραν του στακτερού ζωστικού του κ' εφόρεσεν άνωθεν αυτού το μαύρον ράσον του. Εισήλθον όλοι εις τον ναόν κ' επροσκύνησαν.

Προ τριών μόνον μηνών απήλαυσεν ο παππά Νάρκισσος την διπλήν τιμήν του να γείνη ιερεύς και σύζυγος. Παιδιόθεν εφόρει το ράσον, ταχθείς εις την Εκκλησίαν προτού εισέτι γεννηθή. Εξ αμνημονεύτων χρόνων οι πρωτότοκοι της μητρικής οικογενείας του εγίνοντο ιερείς, προς εξυπηρέτησιν της ιδιοκτήτου μικράς εκκλησίας της Υπαπαντής, ήτις ήτο το στόλισμα, το καύχημα και το προσκυνητήριον της νήσου.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Εάν σ' ιδούν σ' εσκότωσαν! ΡΩΜΑΙΟΣ Αλλοίμονονεμένα! Φοβούμαι περισσότερον το ιδικόν σου μάτι, παρά σπαθιά των είκοσι. — Με γλύκαν κύτταξέ με, και ούτε συλλογίζομαι την ιδικήν των έχθραν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Δεν ήθελα να σε ιδούν διά τον κόσμον όλον. ΡΩΜΑΙΟΣ Δεν έχει φόβον της νυκτός το ράσον με σκεπάζει, φθάνει εσύ να μ' αγαπάς, κι’ ας μ' εύρουν δεν με μέλει!

Παππαδιά, είπεν, η δε φωνή του έτρεμεν ολίγον. Το καλυμμαύχι και το ράσον μου. Υπήκουσεν εκείνη σιωπώσα και έφερεν εκ του κοιτώνος τα ζητηθέντα. — Δεν θα κάμης πεζός τόσον δρόμον, παππά μου, υπέλαβε θωπευτικώς. — Όχι, όχι, είπεν ο Γεροθανάσης. Πηγαίνω να εύρω κτήμα, κ' έρχομαι αμέσως να τον πάρω. — Θα έλθης μαζή μου; ηρώτησεν ο ιερεύς. — Και βέβαια!