United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μεν τούτων είχε γυμνά τα στήθη, άνθη επί της κεφαλής και μειδίαμα επί των χειλέων, η δε μαύρον ράσον, σταυρόν επί του στήθους και κατάνυξιν επί του προσώπου. Αμφότεραι ήσαν ωραίαι, αλλά της μεν το κάλλος ενεθύμιζεν ευθύμους εορτάς, ποτηριών συγκρούσεις και χορευτών ποδοκρουσίαν, της δε το υγρόν βλέμμα τας μυστηριώδεις των κοινοβίων απολαύσεις, αθόρυβα συμπόσια και σιγαλά φιλήματα.

Όσο να με πάρη ο ύπνος, έρριχνα τα μάτια μου 'ςτά ντυμένα βουνά του Δρύσκου και του Βασταβετσιού αντίπερα, όπου τα σκέπαζε μια αγανή καταχνιά γαλάζια, άκουα τους εύθυμους τραγουδιστάδες του καλοκαιριού, τους ζιζικάδες, παρέβαλλα τους ήχους όπ' έρχονταν από τα πέντε τσοκάνια των μουλαριών, κ' εκύτταζα μια κόκκινη πλουμιστή πασχαλίτσα, που κολλημένη απάνουένα κίτρινο αγριολούλουδο, πούχε ανθίσει ανάμεσα 'ςτά χορτάρια και 'ςτά περιπλοκάδια του παλιού τοίχου, βύζανε το γλυκό χυμό του.

Και τότε παρεδίδετο εις φιλοσοφικάς και ουχί πολύ ευθύμους σκέψεις επί παντός είδους διαλύσεως· από εκείνης των ονείρων και των ελπίδων των μάλλον αιθερίων, μέχρι της διαλύσεως των πολιτικών συναθροίσεων ή και αυτής της συνταγματικής Βουλής, ην πολλοί με τόσον πόθον ονειρεύονται.

Ο βαρώνος, καίτοι από πολλού δεν ήτο νέος, εξηκολούθει ν' αγαπά τας ευθύμους αγρυπνίας, το δάκρυ του Χριστού, τους ανανάδες, τους φασιανούς και τας καραβίδας. Εκ τούτων συνέβη να εξυπνήση την επιούσαν καλού δείπνου ανίκανος να τα χωνεύση, η δε ανικανότης του ανθίστατο από τριών ήδη ημερών εις όλα τα ιατρικά.

Ο Παλούκας ήκουε μακρόθεν τους κρότους των βημάτων των, τας ευθύμους φωνάς των και εψιθύριζε·Μας έρχεται άλλη ζυγιά. Η τελευταία ζυγιά, ήτις κατήλθε, συνίστατο από τον Στάμον και από τον Αργύρην, δύο φρονίμους παίδας. Ούτοι δεν εμάλλωναν, αλλ' εσχεδίαζαν μεγαλοφώνως τι να τα κάμουν τα λεπτά εκείνα που θα εμάζωναν εκείνην την βραδειάν. — Να φτειάσουμε κ' ένα σκεπαρνάκι, βρε.

Η θεά Πάλης είχε λησμονηθή προ πολλού, αλλ' οι αρχαίοι αυτής λάτρεις εξηκολούθουν αγαπώντες τον οίνον, τον χορόν και τας ευθύμους αγρυπνίας, και εν ελλείψει θεών προσέφερον εις τους μακροπώγωνας και συνωφρυωμένους Αγίους του χριστιανικού παραδείσου την χαρμόσυνον λατρείαν των φαιδρών και αγενείων κατοίκων του Ολύμπου.