United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι πέτρες επλάσθηκαν για να πελεκιούνται και για να κάμνομε πύργους· έτσι ο Αφέντης έχει ένα υπερβολικά ωραίον πύργο: ο μεγαλύτερος βαρώνος της επαρχίας οφείλει νάχει την καλύτερη κατσίκα· και επειδή τα γουρούνια έγειναν για να τρώγονται, τρώμε χοιρινό κρέας όλον το χρόνο. Συνεπώς, εκείνοι, που παραδέχονται, πως όλα είναι καλά, είπαν μια ανοησία· έπρεπε να πουν, πως όλα είναι καλύτερα!

Είναι όνειρο; έλεγε ο Αγαθούλης· είμαι ξύπνιος; είμαι μέσα σ' αυτή τη γαλέρα; Αυτός είναι ο κύριος βαρώνος, που τον σκότωσα; Αυτός είναι ο διδάσκαλος Παγγλώσσης, που τον είδα να τον κρεμάνε; — Είμαστε μεις, είμαστε μεις! απαντούσαν εκείνοιΠώς! αυτός είναι ο μέγας φιλόσοφος; έλεγε ο Μαρτίνος.

Ο Κύριος βαρώνος του Τούντκρ-τεν-τρονκ πέρασε πλάι από το παραβάν, και βλέποντας αυτήν την αιτία κι' αυτό το αποτέλεσμα, έδιωξε τον Αγαθούλη από τον πύργο με δυνατές κλωτσιές στον πισινό· η Κυνεγόνδη λιποθύμησε· μόλις συνήλθε μπατσίστηκε από την κυρία βαρωνέσσα: και όλα έγιναν θλιβερά μέσα στο ωραιότερο και ευχαριστότερο παλάτι, που ήταν δυνατό να υπάρξη.

Ο Αγαθούλης του βεβαίωσε με όρκο, πως τίποτε δεν ήταν αληθινώτερο απ' αυτό. Τα δάκρυά τους ξαναρχίσανε να τρέχουν. Ο βαρώνος δεν μπορούσε να κουρασθή φιλώντας τον Αγαθούλη· τον ονόμαζε αδερφό του, σωτήρα του. — Α! ίσως, του είπε, θα μπορέσουμε μαζί, αγαπητέ μου Αγαθούλη, να μπούμε νικητές στην πόλη και να πάρουμε την αδερφή μου Κυνεγόνδη.

Ουδέ παρέλειψε το τελευταίον τούτο δυσάρεστον καθήκον, διά τον λόγον ότι ο βαρώνος Κούστε διεκρίνετο ως δεινότατος της Τοσκανίας εραστής, εκτιμητής όχι μόνον μαρμάρων και νομισμάτων, αλλά και της ζώσης γυναικείας καλλονής.

Ενώ ο Αγαθούλης, ο βαρώνος, ο Παγγλώσσης, ο Μαρτίνος κι' ο Κακαμπός διηγόντανε τις περιπέτειές τους, και συζητούσανε για τα γεγονότα τα τυχαία ή μη τυχαία του κόσμου τούτου και για τις αιτίες και τ' αποτελέσματα, για το ηθικό κακό και το φυσικό κακό, για την ελευθερία και την αναγκαιότητα, για τις παρηγοριές, που μπορεί νάχη κανείς, όταν βρίσκεται στα κάτεργα στην Τουρκία, πλησιάσανε τις αχτές της Προποντίδας, στο σπίτι του Τρανσυλβανού πρίγκιπα.

Τότε ήταν ωραίο νάβλεπε κανείς το ανακάτωμα των αλόγων που σωριάζονται χάμω, και τους πληγωμένους υποτελείς, και τα χτυπήματα που έδιναν οι νεαροί ιππότες, και τα χορτάρια, που κάτω από τα βήματά τους, γινόντανε κόκκινα από το αίμα. Μπροστά σε όλους, ο Καερδέν είχεν υπερήφανα σταματήσει, βλέποντας νάρχεται απάνω του ένας τολμηρός βαρώνος, ο αδερφός του κόμητος Ριόλ.

Τριστάνε, είπε ο αρχικυνηγός, ο Θεός ν' ανταμείψη τον πατέρα σου που σανάστησε τόσο ευγενικά. Χωρίς άλλο, θάναι κάποιος βαρώνος πλούσιος και δυνατός; Αλλά ο Τριστάνος που ήξερε να μιλάη καλά και να σωπαίνη καλλίτερα, απάντησε με πονηρία. «Όχι, Άρχοντα, ο πατέρας μου είναι έμπορος.

Ο βαρώνος τον ευχαρίστησε με μια κλίση της κεφαλής και υποσχέθηκε να επιστρέψη αυτά τα χρήματα σε πρώτη ευκαιρία. — Αλλ' είναι δυνατό η αδερφή μου να βρίσκεται στην Τουρκία; — Τίποτε δεν είναι δυνατώτερο απ' αυτό, απάντησε ο Κακαμπός, αφού πλένει τα πιάτα ενός πρίγκιπα της Τρανσυλβανίας.

Ο κύριος βαρώνος ήταν ένας από τους δυνατώτερους άρχοντες της Βεστφαλίας, γιατί ο πύργος του είχε πόρτα και παράθυρα. Μάλιστα η μεγάλη του σάλα ήταν στολισμένη με χαλιά. Όλα τα φυλακόσκυλλά τους τα μεταχειριζότανε σε ώρα ανάγκης, για κυνήγι. Οι σταυλίτες του ήσαν και κυνηγοί του. Ο εφημέριος του χωριού ήταν ο ιδιαίτερος του παππάς.