Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
— Αυτό θα το ιδούμε, κατεργάρη, του είπε ο Ιησουίτης βαρώνος του Τούντερ-τεν-τρόνκ και συγχρόνως τούδωσε μια δυνατή χτυπιά με το πλατύ μέρος του σπαθιού του πάνω στο πρόσωπο. Ο Αγαθούλης την ίδια στιγμή τραβά το δικό του και το μπήγει ως το μανίκι μέσα στην κοιλιά του βαρώνου Ιησουίτη. — Θεέ μου! είπε, σκότωσα τον παλιό μου κύριο, το φίλο μου, τον κουνιάδο μου!
— Και γιατί κ' οι δυο είστε καταδικασμένοι σε καταναγκαστικά έργα στην Τουρκία; — Είναι αλήθεια, πως η αγαπημένη μου αδερφή βρίσκεται σ' αυτόν τον τόπο; ρωτούσε ο βαρώνος. — Ναι, απαντούσε ο Κακαμπός. — Ξαναβλέπω λοιπόν τον αγαπητό μου Αγαθούλη, έλεγε ο Παγγλώσσης. Ο Αγαθούλης τους παρουσίασε το Μαρτίνο και τον Κακαμπό. Φιληθήκανε όλοι τους. Μιλούσανε όλοι μαζί.
Ο Κακαμπός πούχε δη πολλά τέτια, δεν τάχασε καθόλου. Πήρε το ράσο του Ιησουίτη, μα όπως του τόβγαζε, άρχισε να κλαίη. Αλλοίμονο! ό,τι φορούσε ο βαρώνος, το φόρεσε του Αγαθούλη, τούδοσε τον τετράγωνο σκούφο του σκοτωμένου και τον ανέβασε στο άλογο. Όλ' αυτά γίνανε σ' ένα λεφτό.
Ο βαρώνος, καίτοι από πολλού δεν ήτο νέος, εξηκολούθει ν' αγαπά τας ευθύμους αγρυπνίας, το δάκρυ του Χριστού, τους ανανάδες, τους φασιανούς και τας καραβίδας. Εκ τούτων συνέβη να εξυπνήση την επιούσαν καλού δείπνου ανίκανος να τα χωνεύση, η δε ανικανότης του ανθίστατο από τριών ήδη ημερών εις όλα τα ιατρικά.
Οσάκις ο βαρώνος εκλείετο εις το σπουδαστήριόν του διά να εργασθή, ο Θωμάς εγκαθιδρύετο επί των γιγαντιαίων τόμων της αρχαιολογίας του Βισκόντι και δεν επέτρεπε την είσοδον παρά εις μόνους τους συναδέλφους του κυρίου του εν αρχαιολογία.
Ο Παγγλώσσης εσύνταξε ένα ωραίο υπόμνημα, με το οποίο απόδειχνε, πως ο βαρώνος δεν είχε κανένα δικαίωμα πάνω στην αδερφή του και πως εκείνη μπορούσε, σύμφωνα με τους νόμους της αυτοκρατορίας, να παντρευτή τον Αγαθούλη εξ αριστεράς χειρός. Ο Μαρτίνος γνωμοδότησε να ρίξουνε το βαρώνο στη θάλασσα.
— Αυτό εύχομαι κ' εγώ, είπεν ο Αγαθούλης· γιατί λογάριαζα να την παντρευτώ και το ελπίζω ακόμα. — Σεις, αυθάδη! του απάντησε ο βαρώνος, θάχετε την αναίδεια να παντρευθήτε την αδερφή μου, πόχει εβδομήντα-δυο γενιές! Σας βρίσκω πολύ ξετσίπωτο να τολμάτε να μιλάτε για ένα σχέδιο τόσο θρασύ!
Σήμερα, ξεχνώντας όλα αυτά θα ανεχτούμε το θάνατό σου;» Οι θρήνοι, η κραυγές, περνούν όλη την πολιτεία. Όλοι τρέχουνε στο παλάτι. Αλλά ο θυμός του Βασιληά είναι τέτοιος που κανείς βαρώνος — όσο δυνατός και νάναι κι' όσο αγέρωχος — δεν τολμά να πη κουβέντα για να τον μαλακώση. Η μέρα πλησιάζει. Φεύγει η νύχτα.
Όταν οι προδότες την είδαν έτσι ωραία και τιμημένη σαν άλλοτε, ωργισμένοι, εκάλπασαν προς το Βασιληά. Κείνη την στιγμή, ένας βαρώνος, ο Αντρέ Ντενικόλ προσπαθούσε να τον πείση: «Μεγαλειότατε, κράτησε κοντά σου τον Τριστάνο. Χάρις σ' αυτόν θα εμπνέης μεγαλύτερο φόβο στους εχθρούς σου». Και, σιγά σιγά, εμαλάκωνε την καρδιά του Μάρκου.
— Αληθινά, είπε στον Κακαμπό, αν δεν είχα ιδεί με τα μάτια μου να κρεμάνε το δόχτορα Παγγλώσση κι' αν δεν είχα τη δυστυχία να σκοτώσω το βαρώνο, θα πίστευα, πως είναι αυτοί, που τραβούνε κουπί μέσα σ' αυτή τη γαλέρα. Μόλις ακούσανε τα ονόματα Παγγλώσσης και βαρώνος, οι δυο κατάδικοι βγάλανε μεγάλο ξεφωνητό, σταματήσανε πάνω στον μπάγκο τους, αφήνοντας τα κουπιά τους να πέσουνε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν