Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Και ο αγέρωχος μην, ήρχισε να ζητή μέσον εκδικήσεως, ενώ χάλαζα ογκώδης μετά σφοδρού ανέμου εξηκολούθει δεικνύουσα εις τους ανθρώπους την οργήν αυτού, πάντες δε εψιθύριζον με απορίαν: — Να ο γέρω Μάρτης· τώλπιζες τόρα 'ς τα υστερνά του να φερθή έτσι; Αλλά δεν ανησυχούν και πολύ.
Με όσην λύσσαν μάχονται αλεκτρυόνων ζεύγη, και καρτερούν οι θεαταί μετά παλμών και φρίκης τις εκ των δυο νικητής αγέρωχος θα έβγη, κι' ακούονται διθύραμβοι Πινδαρικοί της νίκης, και αποσπούν οι όνυχες τεμάχια κρεάτων, και χύνονται εγκέφαλοι, εντόσθια και μάτια, κι' οι πολεμούντες κολυμβούν εις χείμαρρον αιμάτων, ως να κοπή ο νικηθείς εις χίλια δυο κομμάτια, με τόσην ώρμησαν κι' αυταί η μια κατά της άλλης, της συμπλοκής των θεατής εγώ ευρέθην μόνος, και με παλμούς επρόσμενα κατάπαυσιν της πάλης, να 'δώ εις ποίαν θα δοθή το γέρας του αγώνος.
Άπαξ πρωί-πρωί μεταβάσα εις τον ναόν εύρε πολλάς κενάς θέσεις εν τη πρώτη σειρά, κι' εγκαθιδρύθη αγέρωχος, ώσπερ κατακτητής, επί του φαιού δρυφάκτου με την απόφασιν να μη παραμερίση· — παιδιά δεν είχε να κλαίνε ς' το σπίτι — Και αν της ομιλήση κανείς, ή ο επίτροπος, να κάμη πως δεν ακούει.
Σήμερα, ξεχνώντας όλα αυτά θα ανεχτούμε το θάνατό σου;» Οι θρήνοι, η κραυγές, περνούν όλη την πολιτεία. Όλοι τρέχουνε στο παλάτι. Αλλά ο θυμός του Βασιληά είναι τέτοιος που κανείς βαρώνος — όσο δυνατός και νάναι κι' όσο αγέρωχος — δεν τολμά να πη κουβέντα για να τον μαλακώση. Η μέρα πλησιάζει. Φεύγει η νύχτα.
Έγερνε ο ήλιος φλογερός, απανωθιώ στη δύση, Πανώριος, αχτιδόπνιχτος, αστραποφορεμένος, Σα βασιλιάς περήφανος, άξιος και παλληκάρι. Από τες νίκες τες πολλές και την πολλή τη δόξα, Όταν γυρίζη αγέρωχος στα ολόχρυσα παλάτια, Ν’ αναπαυτή χαρούμενος πο τους πολλούς του κόπους, Να φάη να πιή και να ριχτή, σ’ ολόχρυσο κρεββάτι.
Όντας όμως ο Άρειος μεγαλάνθρωπος, αγέρωχος, και μ' αρχοντάδικη θεωρία, σα να του πήρε τον αέρα του γέρου, κ' έτσι δεν αποκότησε να του μιλήση και καθώς του άξιζε.
Αι κραυγαί εγίνοντο ακόμη εντονώτεραι και συνεχωνεύθησαν εις ένα απάνθρωπον βρυχηθμόν. Οι πάσσαλοι, αι ράβδοι, αι μάχαιραι διεσταυρώθησαν υπέρ την κεφαλήν του Πετρωνίου. Βίαιαι χείρες εξετάθησαν προς τους χαλινούς του ίππου του και προς αυτόν. Αλλ' εκείνος εξηκολούθει να προχωρή πράος και αγέρωχος.
Ταράχτηκε ο Καραϊσκάκης καθώς είδε τον Κιουταχή μπροστά του. Έβαλε το χέρι 'σ το σπαθί κ' είπε 'σ το Χρηστίδη. — Ωρέ Χρηστίδη, μη μας κάνουν καμμιά μπαμπεσά; Τον καθησύχασε ο Χρηστίδης. Κι' ο Κιουταχής όμως ταράχτηκε, καθώς είδε τον Καραϊσκάκη. Χαιρέτησε κι' ο Κιουταχής με το κεφάλι, αγέρωχος, και μίλησε πρώτος Αρβανίτικα·
Αυτός δε ο σοβαρός το ήθος και αγέρωχος, ο έχων τα φρύδια σηκωμένα, ο οποίος φαίνεται βυθισμένος εις σκέψεις και έχει δάσος από γένεια; ΜΕΝΙΠ. Είνε κάποιος φιλόσοφος, ω Ερμή, ή μάλλον αγύρτης και γεμάτος από ψεύδη, ώστε γδύσε τον και αυτόν και θα 'δης πολλά και γελοία κρυπτόμενα κάτω από το ένδυμά του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν