United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να μην τα πολυλογούμε, όταν ο ήλιος κοντοβασίλευε, η συντροφιά βρίσκονταν τρεις ώρες μακρυά από τα Γιάννινα. Είταν Αύγουστος μήνας και το νυχτοπερπάτημα πλειο ευχάριστο. Από λίγο-λίγο ο ήλιος καταίβαινε φλογερός πίσω από το βουνό του Μακρυαλέξη, σέρνοντας πίσω του ολάκαιρη χρυσή ουράνια λίμνη.

Τότε οι μαθηταί Του όλοι, και αυτός ο φλογερός Πέτρος, και αυτός ο επιστήθιος Ιωάννης, τον εγκατέλιπον και έφυγον. Φαίνεται ότι είχεν εγερθή αποτόμως εκ του ύπνου, διότι ήτο κεκαλυμμένος μόνον διά σινδόνος ή νυκτικής οθόνης, με την οποίαν εκοιμάτο. Αλλ' οι άνθρωποι της σπείρας τον έδραξαν από την σινδόνα, κ' εκείνος τρομάξας άφησε την σινδόνα, και έφυγε γυμνός, ήτοι μόνον με τα εσωτερικά ενδύματα.

Έγερνε ο ήλιος φλογερός, απανωθιώ στη δύση, Πανώριος, αχτιδόπνιχτος, αστραποφορεμένος, Σα βασιλιάς περήφανος, άξιος και παλληκάρι. Από τες νίκες τες πολλές και την πολλή τη δόξα, Όταν γυρίζη αγέρωχος στα ολόχρυσα παλάτια, Ν’ αναπαυτή χαρούμενος πο τους πολλούς του κόπους, Να φάη να πιή και να ριχτή, σ’ ολόχρυσο κρεββάτι.

Έπειτα πρέπει και να ομολογήσω ότι μ' ενοχλεί πολύ και ο ήλιος, όπως μούρχεται φλογερός στο γυμνό κεφάλι• διότι ενόμισα ότι έπρεπε ν' αφήσω το σκιάδι μου στο σπίτι, διά να μη φαίνωμαι μόνος εγώ μεταξύ σας διαφορετικός εις την ενδυμασίαν.

Πώς συνέβη οι νέοι εκείνοι της Γαλιλαίας, — είς Ιωάννης τόσον φλογερός, αλλά και τόσον σκεπτικιστής, και είς Πέτρος τόσον ορμητικός εις τας συμπαθείας του, αλλά και τόσον δειλός εις τας αποφάσεις του, να προσπέσουν με έν μόνον βλέμμα, με μίαν μόνον λέξιν, εις τους πόδας του Σωτήρος!

Διά ταύτα η χώρα είνε ακατοίκητος. Αλλά πώς να κατοικηθή όταν έχη κλίμα τόσον φρικτόν και είνε τόσον ξηρά και άφορος; Είνε τόσος ο καύσων και τόσον φλογερός και πεπυρακτωμένος ο αήρ και τόσον βράζει η άμμος, ώστε η χώρα εκείνη αποβαίνει εντελώς άβατος.

Άρχισε να σκορπίζη γύρω θλιβερούς, πικρούς, σπαραχτικούς στεναγμούς·Αχ! Μεεέμο! Με-ε-έ-μο! Μέμο! Μέμο ! Όμορφο παληκάρι, του ήλιου ζηλεφτό βλαστάρι ήταν ο Μέμος. Χρυσόμαλος, σαν τον ουράνιον πατέρα του, φλογερός, ολόξαθος. Ανάμεσα από την πυκνή μαντήλα της, μια μέρα, πεντάμορφη Σουλτάνα τον είδε. Κρυφή σαΐτα η ματιά του, πούχε το χρώμα του γιαλού, στη μαλακή καρδιά την κέντησε.

Και μόνο εξάπλωνε πέρα ως το πέλαγο μέσα, φαρδύν τον ίσκιο του ο γίγαντας Ταΰγετος. σηκώνοντας ψηλά στους γέρικούς του ώμους τολόξανθο το μάτι της ημέρας. ...Τόρα που άρχιζε να μας πυρώνη τις πλάτες ο ήλιος, να μας ανάβη τα κορμιά μας φλογερός, έδεσε στο σκαρμό την καθετή του ο Καπτάν- Μιχάλης· εσήκωσε κι άπλωσε απανουθέ μας την τέντα μας την ισκιερή.

...Ανέβαινε ολοένα πυρωμένος ο ήλιος, φλογερός. Εζέστενε όξω τις στεριές, εξάστραφτε μέσα στα πέλαγα, έσβυνε και τον φαρδύν τον ίσκιο του Ταΰγετου. Εξύπνησε και τους τζιτζικάδες μέσα στο νησάκι, δίπλα μας, που καθισμένοι πάνω στις αμυγδαλιές μας εγλεντούσαν με τα τρυφερά τραγούδια τους.

Αφήκε δίχως την παραμικρή συμμάζεψη τολόζεστό της αίμα και πήρε βράση και βράση. Τονε δαιμόνιζε ο φλογερός ο ανασασμός της, τα ολοκόκκινα μάγουλα, τα σύνυγρα μάτια. Δολώματα όλα λογαριασμένα με τετραπέρατη τέχνη, μα όχι και με το ζόρι φερμένα. Όση γνωρισιά κι απόφαση απομέσα, άλλη τόση γλύκα και τρυφερωσύνη απέξω.