United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνη όμως έστρεψε το πλατύ, μελαχρινό πρόσωπό της, που το περιέβαλε η άσπρη μαντήλα, και του έκανε νόημα να έχει υπομονή. «Πήγαινε να μου φέρεις λίγο νερό, ώσπου να κατέβει η Νοέμι

Τότες η όμορφη χήρα σκούπισε το δάκρυά της, πετάχτηκε απ' το στρώμα, φόρεσε τα μαύρα της ρούχα, σκέπασε το ξανθό της κεφάλι με τη μαύρη μαντήλα και βγήκε σαν ήσκιος απ' την πόρτα. — Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου. Ο καλός της, δυο χρόνια τώρα, κοιμότανε έρημος και μονάχος κι' αυτός, κάτω απ' το ψηλό το κυπαρίσσι, στην αυλή του μοναστηριού.

Αύτη εκούσα άκουσα εγέμιζεν με έλαιον την φιάλην. — Να χαρής τα νειάτα σου, να ζήσης, να ιδής τέκνα τέκνων δεν σου βρίσκεται κανένα παληό υποκάμισο, καμμιά μαντήλα, κανένα μισοφούστανο... — Δεν μου περισσεύει τέτοιο πράγμα, έλεγεν η οικοκυρά. Μακάρι να είχα. — Για ψάξε, κόρη μου, ειμπορεί να ευρεθή. Κάμε τον κόπον. Η οικοδέσποινα εκούσα άκουσα της έδιδεν ημιτριβή τινα μανδήλαν.

Μαυροφόρα, κουρελλιάρα, με ξερό κίτρινο σαν παλιό μήλο πρόσωπο, η χωριάτισσα κωλόκατσε χάμου στο πάτωμα, απίθωσε στα γόνατά της το τυλιγμένο παιδί της, σπόγγισε με την κίτρινη παλάμη της το μέτωπό της, που μόλις ξάνοιγε μέσ' από τη μαύρη μαντήλα της κι είπε αναστενάζοντας: — Αι!... κοψομεσάστηκα η μαύρη!...

Να ζήσετε και να γεράσετε... Δεν ήξερε τι έλεγε από τη χαρά του ο Μαστρο-Γιαλής. Τα μάτια του ήτανε δακρυσμένα και τα σκούπιζε με τη μεγάλη κόκκινη μαντήλα, σαν ν' αποχαιρετούσε τα παιδιά του. — Ώρα καλή, Μοναχάκη, ώρα καλή Αθηνά! Σε λίγο, μόνο τα πανιά της «Αθηνάς» ασπρογυάλιζαν μακρυά, στον πρωινόν ήλιο.