United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ λογιάζω πως οι λαβωματιές μου να μη είναι θανατηφόρες· φύλαξε την ζωήν μου· και σου τάσσω ότι δεν ήθελες το μετανοήσει. Τότε εγώ έσχισα εις κομμάτια το δέμα του φακκιολιού μου και ένα υποκάμισο που είχα, και αφού της έδεσα τες πληγές μού είπε. Σε παρακαλώ λάβε ακόμη την καλωσύνην και φέρε με εις την χώραν, που είνε εδώ σιμά, και εκεί βάλε με εις κανένα σπήτι διά να αναπαυθώ.

Αύτη εκούσα άκουσα εγέμιζεν με έλαιον την φιάλην. — Να χαρής τα νειάτα σου, να ζήσης, να ιδής τέκνα τέκνων δεν σου βρίσκεται κανένα παληό υποκάμισο, καμμιά μαντήλα, κανένα μισοφούστανο... — Δεν μου περισσεύει τέτοιο πράγμα, έλεγεν η οικοκυρά. Μακάρι να είχα. — Για ψάξε, κόρη μου, ειμπορεί να ευρεθή. Κάμε τον κόπον. Η οικοδέσποινα εκούσα άκουσα της έδιδεν ημιτριβή τινα μανδήλαν.

Κοντός, παχύς, μέσατα μαύρα τσόχινα, με άσπρο υποκάμισο, με την χρυσήν καδένα του. Κ' εκράτει στερεώς την Θωμαήν από της χειρός, ίνα μη προχωρή. Αλλ' αύτη, επιθυμούσα να προχωρήση, ώρμα προς τα κάτω πάντοτε λέγουσα: — Πάμε μέσα, που φοβάσαι μη σε φάνε! και είλκεν αυτόν. — Πού πας, αδελφή; παρετήρησε τότε ο μπάρμπ'-Αναγνώστης έμφοβος.