Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Έπειτα του έφεραν το άλογον στολισμένον, και ευχαριστώντας τον Βασιλέα, εκαβαλλίκευσε το άλογον και ανεχώρησε, και ήλθεν εις την τέντα των γονέων του, που τους την εδιώρισεν ο Βασιλεύς. Αυτωνών είπεν ο Καλάφ, πως έχοντας επιθυμίαν διά να ιδή το περίφημον βασίλειον της Κίνας, αποφάσισε διά να πηγαίνη εκεί, διά να πασχίση μήπως και ημπορέση να αλλάξη καλύτερην τύχην.
Εις το μέσον ετούτου του λιβαδιού εφαίνονταν ένα δένδρον πολλά υψηλόν και φουντωτόν, που έκανεν έναν χαριέστατον ίσκιον, εις την ρίζαν του οποίου ήτον μία τέντα από μεταξωτόν, και υποκάτω αυτής ήτον ένα κρεββάτι με έναν άνθρωπον, που εφαίνονταν πως θα κοιμάται και είχε το ζερβί του χέρι ακουμπισμένον επάνω εις μίαν κασσελοπούλαν χρυσήν, και ένας δράκοντας φοβερός έστεκε σιμά του, και εκρατούσεν εις το στόμα του μίαν καραφοπούλαν με βάλσαμον, και κάθε ολίγον το επλησίαζεν υποκάτω εις τα ρουθούνια του.
Άσπρισαν τα μαλλιά μου, κι ακόμα τρέμω σαν την ανιστορήσω την καταστροφή εκείνη του σπιτιού, του χωριού, της μάννας μου και της αδερφούλας, σα συλλογιούμαι πως την ώρα που με σήκωναν από το χάλασμα και με βάζανε στην τέντα με το σπασμένο το πόδι, κοίτουνταν κ' οι δυο τους άψυχες κάτω από τις μαύρες τις πέτρες. Μια φορά μοναχά μου τα είπε ο γέρος.
Εις τούτο το θέαμα έμεινα νεκρός από τον φόβον μου. Αλλοί εις εμέ, είπα εις τον εαυτόν μου· τι το όφελος που εγλύτωσα από την θάλασσαν, και από τον κορκόδειλον και ήλθα διά να γένω φαγητόν ετούτου του δράκοντος; και αντίς να πλησιάσω εις την τέντα, έφυγα και εκρύφθηκα εις κάποια δενδράκια, από τα οποία εβάλθηκα να θεωρήσω τον άνθρωπον και τον δράκοντα.
Φθάνοντας λοιπόν η νύκτα, οι δύο Μώροι ήλθαν και μας επήραν, και μας έφεραν εις την τέντα της βασιλοπούλας. Αυτή με την σκλάβαν της μας εδέχθησαν με μεγάλην χαράν, αι οποίες εκάθονταν εξαπλωμένες επάνω εις τομάρια βαλμένα κατά γης. Έλα να καθήσης σιμά μου, μου λέγει η Ουσνάρα, και ο σύντροφός σου ας καθήση σιμά εις την Μυρόφιαν, την σκλάβαν μου.
Επειδή αυτό το γεράκι την απερασμένην το είχε χάσει ο βασιλεύς εις το κυνήγι, διά το οποίον του εκακοφάνη τόσον που εκινδύνευε να χαθή από την θλίψιν του, τόσην αγάπην είχε δι' αυτό, διά το οποίον είχε τάξει, ότι όποιος ήθελε το εύρει και το φέρει να του δίδη τρεις χάρες που ήθελε ζητήση. Ο Καλάφ τέλος πάντων γνωρίζοντας ότι ήτον του Βασιλέως το επήρε και το έφερεν εις την τέντα του Βασιλέως.
Πηγαίνει μια μέρα ο Θεοδορίχος στην τέντα του Θοδορίχου και «Μωρέ» του λέει «τι κάθεσαι και κάνεις; Δε βλέπεις πως ο Ρωμαίος θέλει να μας ξεπαστρέψη, και μας βάζει να φαγωθούμε ανάμεσά μας;» Ξαφνίζεται αμέσως ο Θοδορίχος, αλλάζει γνώμη, φιλιώνουνται, γίνουνται συμμάχοι οι δυο οι Οστρογότθοι, και στέλνουν πρεσβεία στον Αυτοκράτορα ζητώντας του «κουβούκλια με τα κλήματα» που λέει ο λόγος.
Και μόνο εξάπλωνε πέρα ως το πέλαγο μέσα, φαρδύν τον ίσκιο του ο γίγαντας Ταΰγετος. σηκώνοντας ψηλά στους γέρικούς του ώμους τολόξανθο το μάτι της ημέρας. ...Τόρα που άρχιζε να μας πυρώνη τις πλάτες ο ήλιος, να μας ανάβη τα κορμιά μας φλογερός, έδεσε στο σκαρμό την καθετή του ο Καπτάν- Μιχάλης· εσήκωσε κι άπλωσε απανουθέ μας την τέντα μας την ισκιερή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν