Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Με τον καιρό ρήμαξε, άρχισε να γκρεμίζεται, και μόνο τα πινά του έστεκαν ακόμα, σα μαδημένες φτερούγες, που γύριζαν ανώφελα και λυπητερά, σα φυσούσε δυνατός αέρας, απάνω από το χάλασμα.
Ευτυχώς ο Γιώργος ο Μπάρμπα-δήμαρχος, μίαν εβδομάδα ολόκληρον κουβαλών κλάρες, είχε γεμίσει ως επάνω το χάλασμα μεθ' ου συνείχετο ο φούρνος, τον οποίον εκολλούσεν η γυναίκα του η Μιλάχρω, μία ανδρογυναίκα ως εκεί απάνω, με δυο χέρια μακρά ως το φουρνόξυλο, διά του οποίου διηυθέτει της κλάρες εν τω αναμμένω φούρνω, αν και πολλάκις αι γυναίκες αι φουρνίζουσαι τα ψωμία, την είδον την Μιλάχρω απάνω εις την οχλοβοήν να διευθετή με τας μακράς και ξηράς χείρας της, αψηφούσα το πυρ, το οποίον, λέγεις, τας είχε ψήσει και μεταβάλει εις φουρνόξυλο.
Η γραία ευχαριστημένη εκάθισε παρά την ρίζαν του δένδρου να ξεκουρασθή, ενώ τα κορίτσια πλήρη ζωηρότητος και δροσιάς εκίνησαν να υπάγουν εις το θαμνώδες μέρος, εν τω άκρω της αμπέλου, όπου υπήρχε και χάλασμα παλαιάς οικοδομής κ' εντός κρήνη μετά καθαρού και διαυγούς ύδατος. Εκεί είχε τους κυάμους της η γραία, εκεί τα καλούδια της.
Είναι γλυκό το τραγούδι της θάλασσας, μα πικρός ο πόνος που φέρνει. Πάμε παρακείθε λιγάκι. Εκεί, κατά το χάλασμα του Μπραΐμη. Εκεί, στην άλλη την άκρη της Τάμπιας είναι του Μπραΐμη το χάλασμα.
Σήκω να πάμε 'ς την εκκλησία· και μη μιλήσης, για το Θεό! σου πήρε αμέσως τη φωνή. — Πού είνε; πού είνε; είπεν ηρέμα ο παις. — Νά τος! Εκεί με τη λύρα του. Πάμε. Πού είνε ο Κουτσογεώργης; — Κοιμάται εκεί 'ς το χάλασμα κουκκουλωμένος. Αληθώς έρεγχεν εκεί ο Κουτσογεώργης σκεπασμένος. Αλλ' αίφνης φωνάζει ο παις. — Εγώ θα σου δείξω ότι δεν φοβούμαι τα Σκαλικαντζούρια.
ΚΟΡΔ. Ω θεοί, το χάλασμα του νου του επισκευάσετέ μου το! — Σεις διορθώσετέ μου τα ταραγμένα λογικά του γέροντος πατρός μου που είναι τώρα 'σάν παιδί. ΙΑΤΡΟΣ Αν είναι ορισμός σου, να τον 'ξυπνήσω. Αρκετός του είναι τόσος ύπνος. ΚΟΡΔ. Έχε την τέχνην οδηγόν και κάμε όπως θέλεις. Του ήλλαξαν φορέματα; ΑΞΙΩΜ. 'Σ του ύπνου του το βύθος, κυρία, του εβάλαμεν φορέματα καινούργια.
— Τι; Δεν είνε το φείδι; ηρώτησε μετά δειλίας η Σοφούλα. Η γραία διά να μη της πειράζουν τα ωραία εκείνα κηπουρικά προϊόντα είχε διαδώσει μετά τέχνης εις την κωμόπολιν ότι «μέσα εις εκείνο το χάλασμα βγαίνει ένα φείδι, χονδρό σαν το χέρι της» έλεγε. Τόσον δε πειστικώς διηγείτο τα κατ' αυτό, ώστε κατώρθωσε να την πιστεύσουν οι άνθρωποι.
— Είνε για χάλασμα, παιδί μου, γέρω-Μπαρέκο. — Βέβαια, επεδοκίμασεν ήδη ο ποιμήν, ξηροβήξας. Εάν δεν χαλάση ένα πράμα, δεν φκιάνεται. Καλά τους είπανε χαλασοχώρηδες. — Πάει το σπιτάκι μου! Πάει το σπιτάκι μου, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο. Κύττα ένα σταυρό μεγάλο που του κάμανε; Σήμερα θ' αρχίσουν να χαλνάνε. Είδα εγώ ψες βράδυ τους λοστούς και τα τσαπιά, απ' έξω από την δημαρχία.
Δε μπορεί να νοιώση πώς γίνεται σ' ένα πανώριο σώμα να κατοική τόσο ξετσίπωτη ψυχή. Και όμως γίνεται, γέροντά μου, γίνεται. Και θα γίνεται όσο βαστάει ο κόσμος.... Σ' αυτό λοιπόν το σπίτι βρίσκεται σήμερα ο Άλταης ο Χαγάνος και βρίσκεται σε κακή διάθεση. Όχι σ' όλο το σπίτι παρά σ' ένα δωμάτιο. Απόξω φαίνεται γερό· μέσα όμως είνε χάλασμα το περισσότερο. Τα καλήτερα χωρίσματά του είνε ακατοίκητα.
Άσπρισαν τα μαλλιά μου, κι ακόμα τρέμω σαν την ανιστορήσω την καταστροφή εκείνη του σπιτιού, του χωριού, της μάννας μου και της αδερφούλας, σα συλλογιούμαι πως την ώρα που με σήκωναν από το χάλασμα και με βάζανε στην τέντα με το σπασμένο το πόδι, κοίτουνταν κ' οι δυο τους άψυχες κάτω από τις μαύρες τις πέτρες. Μια φορά μοναχά μου τα είπε ο γέρος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν