United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το άρωμα τους αφού εχάθη, τ' αποδίδω· προς ευγενή ψυχήν το χάρισμα πτωχαίνει, όταν πικρός να γίνη ο χαριστής συμβαίνει. Ιδού, κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Α! Α! είσαι τιμημένη; ΟΦΗΛΙΑ Κύριέ μου! ΑΜΛΕΤΟΣ Είσαι ωραία; ΟΦΗΛΙΑ Τι εννοεί η Υψηλότης σου; ΑΜΛΕΤΟΣ Ότι , αν είσαι τιμημένη και ωραία, δεν πρέπει η τιμή σου να έχη ομιλίαις με την ωραιότητα σου.

Η φυλακή έχει σίδερα κι όξω Σκοποί φυλάνε, Θέλω για νάρθω να σε ιδώ και τους Σκοπούς φοβάμαι. Έβγαινε κλαψάρικο, κ' έρεε συρτό των πονεμένων καταδίκων το τραγούδι. Ήταν πικρός, κ' ήταν παραπονιάρικος ο αχός του. Έμοιαζε αρώστου αγγελόκρουσμα γλαρό, κ' ήταν του πόνου ακράτητο ξεχείλισμα, μαράζι ήταν κ' εξεθύμαινε και της απελπισιάς λυγμός και ρόγχος,

Κι' ο ένας βρήκε, ο Σαρπηδός, κατάμεσα τη γούβα, και διάβηκε ο πικρός χαλκός τη σάρκα ως πέρα πέρα, και μάβρη νύχτα ανήλιαγη του σκέπασε τα μάτια. Ο άλλος στο ζερβύ μερί τον λάβωσε, κι' η μύτη 660 ως κολλητά στο κόκκαλα σα λυσσασμένη πήγε· όμως ακόμα απ' τη σφαγή τον γλύτωσς ο γονιός του. Και το λεβέντη Σαρπηδό οι θεϊκοί συντρόφοι τον βγάζανε όξω απ' τη σφαγή.

Και τότες δάκρια χύνοντας απολογιέται η Θέτη «Αχ γιε μου, τι σ' ανάθρεφα τον πικρογεννημένο; Ας ζούσες δίχως καν καημούς και δάκρια στα καράβια, 415 αφού κοντέβει η ώρα σου, πολύ μακριά δεν είναι. Μον τώρα πιο λιγόζωος και πιο πικρός απ' όλους μούγινες. . . θάτανε η στιγμή κακή σα σε γεννούσα.

Είναι γλυκό το τραγούδι της θάλασσας, μα πικρός ο πόνος που φέρνει. Πάμε παρακείθε λιγάκι. Εκεί, κατά το χάλασμα του Μπραΐμη. Εκεί, στην άλλη την άκρη της Τάμπιας είναι του Μπραΐμη το χάλασμα.

Εν τούτοις η αντιγραφή επλησίαζεν εις το τέλος• μόνη υπελείπετο η προς Εβραίους επιστολή και έπειτα πικρός και αναπόφευκτος επήρχετο ο χωρισμός. Πολλάκις η Ιωάννα, ως άλλη Πηνελόπη, απέξεε την νύκτα όσα την προτεραίαν είχον γράψει.

Αυτά 'πε, και όλοι δάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι, θαύμαζαν τον Τηλέμαχο με θάρρος πώς ωμίλει. και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε. 270 «Αν και πικρός είν' Αχαιοί, του Τηλεμάχου ο λόγος, ας τον δεχθούμε· ωμίλησε με τρομερή φοβέρα· το στόμα θα του κλείαμεν, αν είχε αφήσει ο Δίας, 'ς τα μέγαρά του, αν και υψηλά σηκόνει την φωνή του».

Σαν έτσι αφτόν τον έσερναν. Κι' η μάννα του τραβούσε 405 τ' άσπρα μαλλιά της, πέταξε την πλούσια σκούφια αλάργα, και σαν τρελή ξεφώνισε σαν είδε το παιδί της. Σπάει και στα κλάματα ο πικρός ο γέρος, κι' όλοι γύρω θρηνούσαν, κι' όλο το καστρί βαρύ είταν μοιρολόγι. Έτσι έμοιαζε λες το κακό, σα νάλιωναν οι φλόγες 410 την Τρια τη λεβεντόπυργη απ' την κορφή ως τον κάμπο.

Και τόρα πάλιν αρνείσαι, ότι εγέννησαν άλλα πράγματα ο ασθενής αυτός Σωκράτης και η γεύσις του οίνου, δηλαδή εις την γλώσσαν μίαν αίσθησιν της πικρότητος και εις τον οίνον μίαν γεννηθείσαν και κινουμένην πικρότητα, ο οίνος όμως δεν είναι πλέον πικρότης αλλά πικρός, καθώς και εγώ δεν είμαι πλέον αίσθησις αλλά αισθανόμενος; Θεαίτητος. Το παραδέχομαι καθ' ολοκληρίαν. Σωκράτης.

Καλάκαλά δεν πρόφτασε να πιστέψη πως την πήραν από την καλύβα της και λεν να συνηθίση στο χωρισμό της! Μ' αν έρθη θάνατος! κι αν έρθη αρρώστια! Μ' αν η φτώχια γίνη πείνα αγριόδοντη στην πόρτα της! Ποιος θα καθίση παρηγοριά στο προσκεφάλι της; ποιος θα ταγίση το παιδί; Ωιμέ! πικρός που είνε ο πόνος της.