United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είναι λαμπρός άνθρωπος, καλέ Τερψίων, αφού και αυτήν την φοράν ήκουσα να τον εγκωμιάζουν μερικοί διά την μάχην. Τερψίων. Αυτό δεν είναι διόλου παράδοξον, αλλά θα ήτο πλέον παράδοξον, αν δεν ήτο τοιούτος. Πώς όμως δεν κατέλυσε εδώ εις τα Μέγαρα; Ευκλείδης. Εβιάζετο διά την πατρίδα. Άλλως τε και εγώ πολύ τον παρεκάλεσα και τον συνεβούλευσα, αλλά αυτός δεν ήθελε.

Ούτω λοιπόν τα Μέγαρα δεν απηλλάγησαν της στάσεως ειμή διά να περιπέσουν πάλιν υπό τον ζυγόν της ολιγαρχίας η οποία διήρκεσεν επί πολύ. Οι Σάμιοι εξόριστοι είχαν εγκατασταθή εκεί και συνέτρεχον τους Πελοποννησίους εις τα ναυτικά στέλλοντες κυβερνήτας, δημιουργούντες ταραχάς εις τους εν τη πόλει Σαμίους και δεχόμενοι τους εξ αυτής εξερχομένους.

Εκ των δύο φατριών αι οποίαι εχώριζαν τα Μέγαρα η μεν εφοβείτο μήπως ο Βρασίδας εξώση αυτήν και επαναφέρη τους φυγάδας, η δε μήπως ο δήμος φοβούμενος το αυτό αποτέλεσμα επιτεθή κατ' αυτής, και ούτως η πόλις κατασπαραχθή και γίνη λεία εις τους παραμονεύοντας αυτήν Αθηναίους.

Την ενδεκάτην λοιπόν περί το γεύμα ειδοποιήσας ο Καραϊσκάκης και τους εις Μέγαρα ευρισκομένους, εκίνησε μ' όλον το στράτευμα προς τας Αθήνας διά του Μενιδίου· ήσαν δε όλοι ομού υπέρ τας τρεις χιλιάδας.

Φθάσαντες δε εις τα Μέγαρα ανεχώρησαν πάλιν πεζή εις την Κόρινθον· οι δε Αθηναίοι μη προφθάσαντες αυτούς εις την Σαλαμίνα απέπλευσαν και αυτοί· έκτοτε όμως εφύλαττον προσεκτικώτερον τον Πειραιά, κλείοντες τους λιμένας και λαμβάνοντες όλας τας αναγκαίας προφυλάξεις.

Μετά δύω δε ημερονυκτίων συνεχή οδοιπορείαν έφθασεν εις Ελευσίνα, όπου τοποθετήσας το στράτευμα, διέταξε και τον Βάσον, διατρίβοντα τότε εις Μέγαρα, να μεταβή αμέσως με τους περί αυτόν.

Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας· 320 «Και αν ιερογνώστης ήσουν συτην μέση των μνηστήρων, συχνά θα παρακάλεσες, θαρρώ, 'ς τα μέγαρά μου, της ποθητής μου επιστροφής η ώρα να μη φθάση, και απ' την γλυκειά γυναίκα μου συ τέκνα ν' αποκτήσης· όθεν τον πικρόν θάνατον δεν θα ξεφύγης τώρα». 325

Είπε και τ' ασημόκομποτον ώμο έζωσε ξίφος. έδυσ' ο ήλιος κ' έλαβε τα λαμπρά δώρα εκείνος• οι κήρυκες οι θαυμαστοί τα έφερναντου Αλκινόου το δώμα, όπου τα δέχθηκαν οι υιοί του βασιλέα• και αυτοίτο πλάγι απόθοσαν της σεβαστής μητρός τους 420 τα ωραία δώρα• εκίνησεν ο Αλκίνοος τότε ο θείος, κατόπ' οι άλλοι, κ' έφθασαν, και εις τα υψηλά θρονία κάθισαν όλοι• κ' έλεγεν ο Αλκίνοος της Αρήτης• «Γυνή μου, το λαμπρότερο κιβώτιο, 'πώχεις, φέρε, και μέσα βάλε καθαρήν χλαμύδα και χιτώνα. 425 κ' ευθύς νερό μες τον χαλκό θερμάνετε του ξένου, όπως αφού λουσθή και ιδή με τάξι όλα βαλμένα τα δώρα, όσα οι Φαίακες οι άψεγοι του φέραν, χαρή και το τραπέζι μας και της ωδής τον ύμνο. και τούτο τ' εύμορφο χρυσό ποτήρι εγώ του δίνω, 430 να με θυμάται ολοζωής, όταντα μέγαρά του σπονδαίς προσφέρη του Διός και όλων των αθανάτων».

Ιδού λοιπόν ποίον το αίτιον της δυσφορίας τωνκαι πόσον αφελώς το ομολογούσι.... το εξωτερικεύουσι. Να φιλοξενηθής ηγεμονικώς εις τα μέγαρα μεγάλου άρχοντος, και να μην προπίης εις τιμήν του οικοδεσπότου!

Είδα και του Αμφιτρύωνα την σύντροφον Αλκμήνη, οπού τον λεοντόψυχον, άφοβον Ηρακλέα εγέννησε, αφού πλάγιασετην αγκαλιά του Δία. και του γενναίου Κρέοντα την κόρη την Μεγάρα, 'που νύμφην ο αδάμαστος την είχε Αμφιτρυωνίδης. 270 Του Οιδίπου η μάννα εφάνηκεν, η εύμορφη Επικάστη, 'που τυφλωμένη ανόμησε φρικτά με τον υιόν της.