United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μου φαίνεται πως θα σ' αγαπούσα περσότερο, αν μπορούσα να συλλογίζουμαι πως κανείς άλλος από μένα δεν είχε κάποιο δικαίωμα σ' εσέ και πως κανείς άλλος δε σε γνώρισε καλά ποιος είσαι. »Να που σου είπα τόσα πολλά και κείνο, που με παρακάλεσες να σου πω, δε σου το είπα.

Η κυρά δεν ηθέλησε καθόλου να φανερωθή έμπροσθέν μας· αλλά όσον εδύνατο έστεκε κρυφά· μα καθώς αυτή μου είχε παραγγείλη ότι με κάθε τρόπον να κάμω διά να κρατήσω τον Ναμαράν και την νύκτα εκεί, έτσι δεν έλειψα που να τον κρατήσω με πολλές παρακάλεσες.

Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας· 320 «Και αν ιερογνώστης ήσουν συτην μέση των μνηστήρων, συχνά θα παρακάλεσες, θαρρώ, 'ς τα μέγαρά μου, της ποθητής μου επιστροφής η ώρα να μη φθάση, και απ' την γλυκειά γυναίκα μου συ τέκνα ν' αποκτήσης· όθεν τον πικρόν θάνατον δεν θα ξεφύγης τώρα». 325

Οι ιατροί δεν ημπόρεσαν να μου τον ιατρεύσουν· όθεν από αυτούς έχασα τες ελπίδες μου, και δεν μου έμειναν άλλες παρά να προστρέξω εις του λόγου σου, ελπίζοντας ότι διά μέσον των προσευχών σου προς τον Καισάγια θα λάβω το ποθούμενον. Ο μέγας Δερβύσης αφού ήκουσε τες παρακάλεσες του βασιλέως, του απεκρίθη λέγοντας.

Βλέποντάς τον εγώ που δεν έκλινε διά να μου το δείξη μου άναπτε περισσότερον την επιθυμίαν μου διά να μου το φανερώση και από τες πολλές παρακάλεσες τέλος πάντων εκαμώθη, διά να μη με παρακούση, πως απεφάσισε διά να μου το δείξη.

Η περιβολάρισσα δεν ημπόρεσε να με ακούση χωρίς συμπάθειαν και ευσπλαγχνίαν και ανταμωμένη μετ' εμένα αρχίσαμεν να παρακινούμεν με θερμότητα τον άνδρα της διά να υπακούση τες παρακάλεσές μου.

Απέρασα όλον το επίλοιπον της ημέρας με αυτήν την απόφασιν, την δε ερχομένην ημέραν εκηρύχθη εις την χώραν, ότι η Ρετζία δεν ήθελε παίξει το κοντάρι εις την παρουσίαν του λαού, και ούτε θέλει φανή αμπούλωτη εις τους οφθαλμούς των ανθρώπων, επειδή και ο Σουλτάνος έτσι απεφάσισεν, υποχρεωμένος από τες παρακάλεσες του Ντιβανιού του, διά τες ζημίες που εις τον λαόν προξενεί η θεωρία της.

Έμεινα εκστατικός εις τα όσα μου είπεν ο σκλάβος του οποίου είπα πως δεν θέλω πλέον να ιδώ καμμίαν γυναίκα, επειδή και έχασα εκείνην που επιθυμούσα· Ο σκλάβος μού εδιπλασίασε τες παρακάλεσες τόσον, που με εκατέπεισε διά να υπάγω να ιδώ εκείνο το υποκείμενον που εζητούσε να με ιδή, το περισσότερον διά περιέργειαν, παρά δι' άλλο.

Δεν έλειψα που να κάμω καθώς αυτή μου επαράγγειλε, και εις δύο ημέρας ευρέθη το σπήτι μας στολισμένον από κάθε αναγκαίον, και απ' ό,τι μας έκανε χρείαν, και ούτως απερνούσαμεν εις αυτό το αναμεταξύ που ιατρεύονταν με πολλήν μας ανάπαυσιν· και ενομιζόμουν εις όλους διά αδελφός αυτής της κυράς, και κατά αλήθειαν εζούσαμεν ωσάν να είμεθα αληθώς αδέλφια, και με όλον που αυτή ήτον μία από τες ωραιότατες νέες, η φαντασία της Δαρδανές, που είχα πάντα εις την καρδιά μου και εις τον λογισμόν μου, με έκανε να με κρατή μακράν από το να λάβω διά αυτήν καμμιάς λογής κλίσιν· είχα αποφασίσει πολλές φορές διά να αναχωρήσω από αυτήν· μα εκείνη με τες παρακάλεσές της με έκανε να μην την παραιτήσω.

Ευθύς που ο βεζύρης του τον είδεν έλαβε πολλήν χαράν, και επρόσπεσεν εις τους πόδας του και του είπεν· Ω Αυθέντη, ο ουρανός το λοιπόν επήκουσε τες παρακάλεσές μου, και σε έφερε εις τον λαόν σου, διά να τον χαροποιήσης. Τότε ο βασιλεύς αγκαλιάζοντας τον βεζύρην, του εδιηγήθη τα όσα του εσυνέβηκαν και ο βεζύρης έμεινεν εκστατικός από τον θαυμασμόν του.