United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και συνάζοντας φοβισμένος μερικά ξύλα έτρεξα εις την πολιτείαν. Ο ράπτης ως με είδε, με συνεχάρη, πως ήμουν υγιής, επειδή εφοβήθη να μη μου συνέβη κανένα κακόν εις δύο ημέρας που έλειψα.

Πέντε ολοκλήρους μήνας είχα να λάβω γράμμα σου, και υπέθετα ότι με είχες εντελώς λησμονήσει, ότε, επιστρέψασα εις τας Αθήνας, όθεν έλειψα καθ' όλον σχεδόν αυτό το διάστημα, εύρον επί της τραπέζης μου τρεις σου συγχρόνως επιστολάς, πλήρεις πικρών μεν παραπόνων διά την σιωπήν μου, χαριεστάτων δε λεπτομερειών των περιπλανήσεών σου και του εν Παρισίοις βίου σου.

Ω δίκαιε ουρανέ, εφώναξεν ο βασιλεύς εις τούτην την ομιλίαν· τι είνε τούτο που αγροικώ; σε εξορκίζω, ω αγάπη μου, μετάβαλε ετούτην την απόφασιν, το μετανοώ πως έλειψα από τον λόγον μου, σύγκλινε εις το να με συμπαθήσης, και σου τάσσω μεθ' όρκου, ότι εις το εξής να μη λάβης αιτίαν και κακοευχαριστηθής από εμένα.

Με όλον που ήμουν σκοτισμένος από το πέσιμόν μου εις τον ποταμόν, δεν έλειψα που να έλθω εις τον εαυτόν μου και ν' αρχίσω να πλέω, με το να ήμουν πολλά επιτήδειος· και πλέοντας εβγήκα εις την γην αγνάντια εις το παλάτι· και ευθύς που εβγήκα ενθυμήθηκα την δυστυχίαν της Δαρδανές, που εξ αιτίας μου την έρριξαν και αυτήν εις τον ποταμόν, και μη χάνοντας καιρόν εξαναρίχτηκα εις το ποτάμι διά να ψαρέψω να την εύρω ζωντανήν, ή αποθαμμένην· μα ματαίως έκαμα τον κόπον, μη ημπορώντας να την εύρω εις κανένα μέρος.

Δεν έλειψα που να κάμω καθώς αυτή μου επαράγγειλε, και εις δύο ημέρας ευρέθη το σπήτι μας στολισμένον από κάθε αναγκαίον, και απ' ό,τι μας έκανε χρείαν, και ούτως απερνούσαμεν εις αυτό το αναμεταξύ που ιατρεύονταν με πολλήν μας ανάπαυσιν· και ενομιζόμουν εις όλους διά αδελφός αυτής της κυράς, και κατά αλήθειαν εζούσαμεν ωσάν να είμεθα αληθώς αδέλφια, και με όλον που αυτή ήτον μία από τες ωραιότατες νέες, η φαντασία της Δαρδανές, που είχα πάντα εις την καρδιά μου και εις τον λογισμόν μου, με έκανε να με κρατή μακράν από το να λάβω διά αυτήν καμμιάς λογής κλίσιν· είχα αποφασίσει πολλές φορές διά να αναχωρήσω από αυτήν· μα εκείνη με τες παρακάλεσές της με έκανε να μην την παραιτήσω.

Δεν έλειψα και εγώ από το άλλο μέρος εις το να της φανερώσω την μεγάλην μου ευχαρίστησιν, διά την τιμήν που μου έκανεν, υψώνοντάς με εις τόσην μεγαλειότητα, και στερεώνοντάς μου μίαν τόσην ευτυχίαν, που ήθελεν είνε αξία του φθόνου κάθε βασιλέως. Εις αυτά τα λόγια αυτή με αντέκοψε λέγοντάς μου.

Η κυρά δεν ηθέλησε καθόλου να φανερωθή έμπροσθέν μας· αλλά όσον εδύνατο έστεκε κρυφά· μα καθώς αυτή μου είχε παραγγείλη ότι με κάθε τρόπον να κάμω διά να κρατήσω τον Ναμαράν και την νύκτα εκεί, έτσι δεν έλειψα που να τον κρατήσω με πολλές παρακάλεσες.

Εγώ δεν έλειψα που να την ευχαριστήσω διηγούμενος την ιστορίαν μου, και πώς ευρισκόμουν εις συντροφιάν ενός Φακύρη, και τα λοιπά. Και αφού ωμιλήσαμεν διά δύο ώρες αυτά και άλλες ομιλίες της αγάπης, έρχεται η Καλεκάρη και ο Καμπούρ, και μας δίνουν την είδησιν διά να μισεύσωμεν, διατί η ώρα ήταν αργά. Και ούτως εμίσευσαν, και με άφησαν όλον γεμάτον από χαράν και ελπίδα.

Και με όλον τούτο δεν έλειψα που να πασχίσω να εύρω τον τρόπον διά να φύγω από εκείνο το παλάτι· μα εστάθηκαν μάταιες οι παρατήρησές μου επειδή και διά προσταγής της Γαντζάδας όλες οι πόρτες ήτον καλά φυλαγμένες· και χάνοντας και αυτήν την ελπίδα άλλο δεν απάντεχα, παρά τον θυμόν της Γαντζάδας να πληρωθή εις εμέ.

Ενώ εζητούσε να με ησυχάση, άνοιξεν η πόρτα κ' εμπήκεν ένας μισόκοπος καμαρωμένος και γελαστός, με ώμορφη χωρίστρα, με μόσχο εις το μαντύλι και χείλια χονδρά σαν αράπης. Ο συνταγματάρχης τον έκραξε σιμά του, άρχισαν να κρυφομιλούν, κ' έπειτα γυρίζει και μου λέγει· «Πήγαινε απόψε στας πέντε να εύρης τον κύριον δημοτικόν σύμβουλον, που έχει θέσι για σένα». Φαντάζεσαι ό'τι δεν έλειψα.