United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ εστοχαζόμουν κάθε ολίγον τον άλλον διά να ιδώ αν έκανε καμμίαν μεταλλαγήν, ομοίως και αυτός έκανε το ίδιον εις εμένα· εγώ αντί να αδυνατήσω, εφαινόμουν από ημέραν εις ημέραν να γένωμαι πλέον δυνατός· τούτο όμως δεν ακολουθούσε του φιλοσόφου, επειδή και χάνοντας τα χάπια του, καθώς είχα μάθει έγινε αδύνατος και σκυθρωπός, και το πρόσωπόν του επλακώθη από μίαν αχνότητα που με έκανε να στοχασθώ πως περνά πολλά κακά.

Βυθισμένος εις αυτούς τους υστερινούς στοχασμούς, που τους ελόγιαζα βεβαίους, επικραινόμουν μεγάλως χάνοντας κάθε μου ελπίδα δι' αυτήν.

Θάχανε σχεδόν όλα του τα θέλγητρα, χάνοντας εκείνον τον ελκυστικό πέπλο της αοριστίας, που δίνει τόση ευρυχωρία στην αβέβαιη φαντασία για ν' ασκήται. Τώρα είναι σαν κάτι από άλλον κόσμο. Ένα σκοτεινό βάραθρο μας χωρίζει. Μονάχα νοερώς μπορεί να το ζυγώσουμε».

Με όλον που ήμουν σκοτισμένος από το πέσιμόν μου εις τον ποταμόν, δεν έλειψα που να έλθω εις τον εαυτόν μου και ν' αρχίσω να πλέω, με το να ήμουν πολλά επιτήδειος· και πλέοντας εβγήκα εις την γην αγνάντια εις το παλάτι· και ευθύς που εβγήκα ενθυμήθηκα την δυστυχίαν της Δαρδανές, που εξ αιτίας μου την έρριξαν και αυτήν εις τον ποταμόν, και μη χάνοντας καιρόν εξαναρίχτηκα εις το ποτάμι διά να ψαρέψω να την εύρω ζωντανήν, ή αποθαμμένην· μα ματαίως έκαμα τον κόπον, μη ημπορώντας να την εύρω εις κανένα μέρος.

Και με όλον τούτο δεν έλειψα που να πασχίσω να εύρω τον τρόπον διά να φύγω από εκείνο το παλάτι· μα εστάθηκαν μάταιες οι παρατήρησές μου επειδή και διά προσταγής της Γαντζάδας όλες οι πόρτες ήτον καλά φυλαγμένες· και χάνοντας και αυτήν την ελπίδα άλλο δεν απάντεχα, παρά τον θυμόν της Γαντζάδας να πληρωθή εις εμέ.

Η κοινωνία τριγύρω του τίποτις ιερό μήτε όσιο πια δεν είχε. Από τέτοια κοινωνία παρμένος κι ο ίδιος του, γνώριζε τι της άρεζε. Της άρεζε ο θόρυβος, η θεωρία, τα υστερικά, τα φανταχτερά, κι ας είταν κι ανούσια. Παθολογική αρρώστια, καθώς πλούσιου που χάνοντας το είναι του χάνει και το νου του, κ' έπειτα πηγαίνει και μετράει στακρογιάλι χαλίκια, θαρρώντας τα πως είναι τάλλαρα.

Είκοσι χρόνια πάλευαν Πέρσοι και Βυζαντινοί, πότ' ο ένας καταπονώντας πότ' ο άλλος, μια παίρνοντας κάστρα, μια χάνοντας τα. Και μόλις στα 562 υπογράφτηκε πάλε πενήντα χρονών ειρήνη, συφωνήσαντας ο Χοσρόης να τραβηχτή από την Αρμενία κι από τη Λαζική, μα κι ο Βυζαντινός ο αυτοκράτορας να πλερώση τριάντα χιλιάδες χρυσές λίτρες χρονιάτικο.