United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι με ναούς λατρείας σε κάθε άκρη και γωνιά· με πλούσια θυμιάματα ούτε. Ούτε μ' αξετίμητα δώρα, με σκλάβους της ομορφιάς της αναρίθμητους, μαγαπητικούς διαλεχτούς, με χρυσοποίκιλτες κι αργυροκέντητες παστάδες, με αρώματα μεθυστικά μες τα φανταχτερά δώματα.

Ενώ οι εικόνες που είχα τριγύρω μου, ψυχωμένες και άψυχες, μου έλεγαν μύρια. Οι ναύτες με τα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα και τα φανταχτερά ρούχα· οι γέροντες με τα διηγήματά τους· τα ξύλα με την εκφραστική τους όψι, οι λυγερές με τα τραγούδια τους: Όμορφος που 'νε ο γεμιτζής όταν βραχή κι' αλλάξη και βάλη τ' άσπρα ρούχα του και στο τιμόνι κάτση.

Η γριά Ποτόι, όρθια στο κατώφλι του σπιτιού της, κοίταζε ακουμπισμένη με το ένα χέρι στον τοίχο και το άλλο πάνω από τα μάτια. Έμοιαζε με χούφταλο, μικροκαμωμένη, με τα κοσμήματά της ακόμη πιο φανταχτερά και πένθιμα επάνω στο σκελετωμένο σώμα της. «Τι κάνετε;», χαιρέτησε ο ντον Πρέντου. «Περιμένω την Γκριζέντα μου που πήγε στο ποτάμι.

Αδύνατο πράμα, φίλε μου, να γυρεύης να μιμηθής Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, κι αρχαίους Έλληνες, και να μην έχης δόση από βαρβαρωσύνη, τη βαρβαρωσύνη που βλέπει τα φανταχτερά τα ξένα και σκιάζεται, βλέπει τα δικά της και ντρέπεται. Μας φέρνει λοιπόν αυτό το ψεγάδι ίσια κ' ίσια στην πηγή της πηγής, δηλαδή στην πηγή που μέσαθέ της κι ο ίδιος ο Εγωισμός αναβρύζει.

Γυναίκα μου, κυρά μου, αφέντρα μου! να τα φορής να χαίρεσαι· της είπε δακρύζοντας από χαρά και περηφάνεια όταν την είδε λαμπροστολισμένη σαν την Ηλιογέννητη. Αν δεν σου φτάνουν αυτά, σου παίρνω κι' άλλα. Κι' αν δεν αρκούν κ' εκείνα, πουλώ και τη γολέτα μου να σε χρυσοντύσω σαν την Τηνιακιά. Εκείνη δεν είπε τίποτα, μόνον απόμεινε κυτάζοντας λαίμαργα τα φανταχτερά ρούχα της.

Η κοινωνία τριγύρω του τίποτις ιερό μήτε όσιο πια δεν είχε. Από τέτοια κοινωνία παρμένος κι ο ίδιος του, γνώριζε τι της άρεζε. Της άρεζε ο θόρυβος, η θεωρία, τα υστερικά, τα φανταχτερά, κι ας είταν κι ανούσια. Παθολογική αρρώστια, καθώς πλούσιου που χάνοντας το είναι του χάνει και το νου του, κ' έπειτα πηγαίνει και μετράει στακρογιάλι χαλίκια, θαρρώντας τα πως είναι τάλλαρα.

Μερικά μπροστά· άλλα στώνα της πλάι· στάλλο της άλλα· ξοπίσω της άλλα. Την πολιόρκησαν στενά, σφιχτά την απόκλεισαν. Αχόρταγα την εκυτούσαν, εκπληχτικά την εθάμαζαν. Την εκαμάρωναν βλακίστικα, λαίμαργα την έβλεπαν. Όσο αφτή προχωρούσε στης λάμπας το φως αποκάτω, που την περίχυνε και την ελάμπρενε φανταχτερά, εκείνα πιο περίεργα τόρα, πιο χαζά και ξεχαημένα, ολοένα εζύγωναν.