United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι δ' ει μετοικισθέντ’ εν αιθέρος πτυχαίς τα μεν γένοιτο, τω δε παρθένου κάρα; Προς δη φαεννήν παρθένου παρηίδα μαυροίτ’ αν άστρα, λαμπάς ως παρ' ήλιον, μετάρσιός τ’ οφθαλμός αιθέρος διά πέμποι σέλας τηλαυγές, ορνίθων μέλη εώα κινών, ως σκότου πεφευγότος. Ίδ' ως παρειάν εις χέρ' αγκλίνασ' έχει· είθ' ην εκείνης δεξιάς χειρίς έπι, όπως εκείνης ηπτόμην παρηίδος. ΙΟΥΛ. Ω μοι.

Σταφυλοφόρους ρίζας Ελαφρά, καθαρά, Διαφανή τα σύννεφα Ο βασιλεύς σου εχάρισε Των αθανάτων. Η λαμπάς η αιώνιος Σου βρέχει την ημέραν Τους καρπούς, και τα δάκρυα Γίνονται της νυκτός Εις εσέ κρίνοι. Δεν έμεινεν εάν έπεσε Ποτέ εις το πρόσωπόν σον Η χιών· δεν εμάρανε Ποτέ ο θερμός Κύων, Τα σμάραγδά σου.

Είναι αυτό επικίνδυνο; Μάλιστα, είναι επικίνδυνοόλες οι ιδέες, καθώς σου είπα, είναι επικίνδυνες. Όμως η νύχτα είναι κουρασμένη και το φως της λάμπας τρεμοσβύνει. Ωστόσο κάτι ακόμα δεν μπορώ να μη σου το ειπώ. Έλεγες για την Κριτική ότι είναι κάτι τι άγονο.

Και πώς πάλι παραμόνευα στο τραπέζι, ή στη βραδινή μας συνάθροιση κάτω από το φως της λάμπας, εκείνη τη βιασμένη, την αφαιρεμένη έκφραση στο πρόσωπο της γυναικός μου, που ερχότανε σα σύννεφο και μας έκανε όλους βουβούς. Είτανε τότε σα να έφευγε η ψυχή της από μας και μας άφηνε μόνους.

Είναι λοιπόν αμάρτημα να ριφθή τις εις το υπόγειον οίκημα του θανάτου, πριν τολμήση ο θάνατος να έλθη προς ημάς; Πώς είσθε, αγαπηταί μου; τι τρέχει; τι τρέχει; θάρρος! λοιπόν, Χάρμιον! αγαπηταί μου κόραι! Ω ίδετε, κατηναλώθη, εσβέσθη η λαμπάς! Ας εξέλθωμεν· εψυχράνθη το σκήνος της ευρείας ταύτης ψυχής. Ω έλθετε, γυναίκες μου, έλθετε. Οι μόνοι ημών φίλοι είναι η απόφασις και ο τάχιστος θάνατος.

Και η μελαγχολία, η ήρεμος και φυσική, ενέχει ηδονάς αρρήτους, από τας οποίας δύναταί τις ν' αντλήση ολοκλήρων ωρών γοητείαν και απόλαυσιν. Μη επαναπαύεσαι ποτέ εις την σοφίαν· είνε το επικινδυνωδέστερον όπλον κατά της ανθρωπότητος, όταν χειρίζεται αδεξίως· λαμπάς, ήτις φωτίζει, ή κατακαίει. Τόλμη: πτέρυγες διά το μεγαλείον, — βάραθρον διά την σμικρότητα.

Θα σε προφθάσω, Κλεοπάτρα, και κλαίων θα ζητήσω συγγνώμην. Ούτω πρέπει να πράξω διότι τώρα πάσα βραδύτης είναι βάσανος. Κατακλιθώμεν και μη χρονοτριβώμεν πλέον, αφ' ου εσβέσθη η λαμπάς. Πάσα προσπάθεια αποβαίνει τώρα ανωφελής· ναι, και αυτή η δύναμις περιέρχεται εις αμηχανίαν εκ των προσπαθειών αυτής· ας θέσωμεν λοιπόν την σφραγίδα και τελειώνουν όλα, Έρως! — Έρχομαι, βασίλισσά μου.

Καθώς έκλεινε τα μάτια της, λίγες τρίχες απ' τα μαλλιά της, πούχανε ξεφύγει στα μελίγγια της, γυαλίσανε παράξενα στο φως της λάμπας. Ήτανε κάτασπρες σαν το ασήμι. Έσφιξε τα μάτια της περισσότερο. Μα και στο σκοτάδι των ματιών της δυο άσπρες κλωνές σαλέβανε ακόμα λυπητερά. Σηκώθηκε και πήγε να κοιμηθή. Πρώτη φορά έννοιωθε πως τα πόδια της δεν τη βαστούσανε καλά.

Και μόνον ενός οικίσκου την σκοτίαν δεν εφώτισε του Πάσχα η λαμπάς. Ούτε ηκούσθη εν αυτώ το ηδύμολπον Χριστός Ανέστη, αν και διαβάται τινές διερχόμενοι και βλέποντες την μαύρην εκεί σκοτίαν εσταματούσαν ακροώμενοι ήχον τινα αμυδρόν ως άσματός τινος αμόρφου, ως ήχου τινός εκκλησιαστικού δυσδιακρίτου, και παρήρχοντο διερωτώντες αλλήλους: — Πώς νάνε τάχα ο μπάρμπα-Κώστας!

Σα χτυπήματα με σπρώχναν εμπρός οι στοχασμοί και στη χλωμή λάμψη της λάμπας είδα το πρωινό φως να πέφτη από την κουρτίνα απάνω στο χαρτί μου. «Χρήματα, χρήματα! Σου χρειάζουνται χρήματα, αν πεθάνη το παιδί σου και θέλης να σώσης τη γυναίκα σου