Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Σφουγγίζει τα μάτια του ο Παυλής, και ξεκινώντας ρίχτει ματιά κατά ταπάνω προς την πισινή τη μεριά του σπιτιού. Και τι να δη; Τη Σμαράγδα κλαμένη, ταπεινωμένη, απελπισμένη! Τραβιέται το κορίτσι αμέσως να μη φανή. Εκείνος ως τόσο το είδε, το πόνεσε, και ζωγραφιούνταν ο πόνος του στην όψη του όλη. Την αγαπούσε πια ο Παυλής τη Σμαράγδα. Έρχεται μεσημέρι, καθίζουνε στο φαεί. Τραπέζι μουσαφίρικο.
Τι γυναίκα του θα πήτε σα δύστροπη· μα το κορίτσι είχε πάρει από τον πατέρα κι όχι από τη μάννα. Όλη του λοιπόν η αγάπη στη Σμαράγδα του καταστάλαξε. Όσο για τη μάννα της την Αμερισούδα, για λόγου της άλλο δεν είχε παρά μαριόλικο χαμογέλοιο κάθε φορά που αρχινούσε λογομαχητά, πότε με παρακόρες, πότε με γειτόνισσες, και κάποτες και με τη μικρή.
Σταφυλοφόρους ρίζας Ελαφρά, καθαρά, Διαφανή τα σύννεφα Ο βασιλεύς σου εχάρισε Των αθανάτων. Η λαμπάς η αιώνιος Σου βρέχει την ημέραν Τους καρπούς, και τα δάκρυα Γίνονται της νυκτός Εις εσέ κρίνοι. Δεν έμεινεν εάν έπεσε Ποτέ εις το πρόσωπόν σον Η χιών· δεν εμάρανε Ποτέ ο θερμός Κύων, Τα σμάραγδά σου.
Μισοπνιγμένες φωνές, μισοπνιγμένα κλάματα· κάθε τόσο και θυμωμένο ξεφωνητό γυναικήσιο, που ανεβοκατέβαινε μαζί με τις χτυπησιές· μαζί με το ξεφωνητό ανεβοκατέβαινε και το κλάμα. Είταν η μάννα, και την έδερνε τη Σμαράγδα που ξεθαρρεύτηκε τόσο. Ταράχτηκε ο μικρός, δε βαστούσε να τακούγη το σπαραχτικό αυτό φωνοκόπι. Του τάσκιζε τα συκώτια του. Αποτραβιέται σε κάτι μυρτιές μέσα μονάχος, αθώρητος.
Ταντροκόριτσο η Σμαράγδα άρχισε αυτή πρώτη. Ό,τι έκαμνε όμως να σκαρφαλώση, πετάει η μάννα της από το παράθυρο μια φωνή. — Νάρθης μέσα και σε θέλω, Σμαράγδα! Πηδάει κάτω η Σμαράγδα, σιάζει τα μαλλιά της, και δρόμο. Μείναντας μονάχος του ο Παυλής και στενοχωρημένος που έγινε αφορμή να τη μαλλώσουνε τη μικρή, τι να κάμη, τραβάει προς τους γέρους. Οι γέροι όμως ακόμα τα δικά τους.
Με κεφάλι σκυμμένο στέκουνταν εκεί και τόκλαιγε το κορίτσι που βασανίζουνταν εξ αιτίας του. Έμεινε εκεί κάμποσο. Κι όσο το συλλογιούνταν πως παιδεύτηκε η Σμαράγδα με το να γύρεψε να του δείξη φιλία, άλλο τόσο την πονούσε, άλλο τόσο την αγαπούσε τη δόλια τη μικρούλα.
— Αυτή θα τονε γιατρέψη τον πόνο μου, είπε μονάχος του, και κείνο ταγόρι θα γείνη ο νοικοκύρης μας. Περάσανε χρόνια, ως εφτά ή οχτώ. Ο Παυλής είχε μισέψει στη ξενιτειά, μα είταν από πρόπερσυ μεταγυρισμένος. Στο πεζούλι απάνω του Μαυρουδή κάθουνταν η τρυφερόκαρδη η Σμαράγδα και βύζαινε το πρωτογέννητό της. Ο γέρος ο Μαυρουδής κλάδευε τις πορτοκαλιές, και πότε πότε συντύχαινε και της κόρης του.
Έτσι του ερχόντανε να γκρεμηστή από τα σιδερένια τα κάγκελα. Ζυγώνει ο γέρος ο Μαυρουδής και τον παίρνει από το χέρι. — Να πάρης τώρα την μικρή μαζί σου και να πάτε σπίτι εσείς, του λέει. Εμείς οι μεγάλοι θα πάμε στο Κοιμητήριο. Πήρε ο Παυλής τη Σμαράγδα και κατέβηκαν. Πήγανε σπίτι, καθίσανε στο πεζούλι, και πρόσμεναν το χαροκαμένο το γέρο. Έκλαιγε η μικρή, και την παρηγορούσε ο Παυλής.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν