United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ποτέ δεν θα μπορούσα να κρίνω τα ουράνια, αν ίσως δεν κρεμούσα τον νου μου και τη σκέψι μου, πούνε λεπτή κ' εκείνη, εις τον αγέρα τον λεπτόν, ένα μ' αυτόν να γίνη. Στα κάτω αν καθόμουνα κ' εκύτταζα ταπάνω, δεν θα μου ήταν δυνατόν εφεύρεσι να κάνω• γιατί τραβά της σκέψεως την υγρασία το χώμα, πράμα που και στα κάρδαμα παρατηρείται ακόμα. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Κ' ήλθες γιατί;

Σφουγγίζει τα μάτια του ο Παυλής, και ξεκινώντας ρίχτει ματιά κατά ταπάνω προς την πισινή τη μεριά του σπιτιού. Και τι να δη; Τη Σμαράγδα κλαμένη, ταπεινωμένη, απελπισμένη! Τραβιέται το κορίτσι αμέσως να μη φανή. Εκείνος ως τόσο το είδε, το πόνεσε, και ζωγραφιούνταν ο πόνος του στην όψη του όλη. Την αγαπούσε πια ο Παυλής τη Σμαράγδα. Έρχεται μεσημέρι, καθίζουνε στο φαεί. Τραπέζι μουσαφίρικο.

Και δίχως μήτε μέρα να χάση, φέρνει χρυσοχούς και τους προστάζει να του φτειάξουνε σταυρό απαράλλαχτο σαν το θείο σημάδι, όλο μάλαμα και πετράδια. Αυτή είναι η πρώτη αρχή της μυριοξάκουστης σημαίας που ονομάστηκε Λάβαρο. Είταν το λάβαρο κοντάρι μακρύ και χρυσωμένο, και ταπάνω του μέρος, σταυρός. Στην άκρη στεφάνι, μάλαμα και πετράδια.

Από λόγο σε λόγο, από δέντρο σε δέντρο, βρέθηκαν ακόμα παραόξω, κρύφτηκαν από τους γέρους, κι άλλο πια δεν έβλεπαν του σπιτιού παρά ταπάνω τα παράθυρα. Κυνηγούσανε πεταλούδες, παραμόνευαν πουλιά, γυρεύανε να ξετρυπώσουν τον τζίτζικα που τους ξεκούφαινε από παράμερη συκαμινιά, κι απάνω σ' αυτή τη λαχτάρα τους ήρθε να σκαλώσουν το δέντρο και να δούνε τον τζίτζικα.

Στάθηκε τότες ο Αριστίωνας στο μαρμαροπελέκητο Βήμα. Έτριψε το σοφό μέτωπό του, έρριξε σοβαρή ματιά γύρω, άλλη σοβαρώτερη ματιά προς ταπάνω, και τους λέει· «Έχω κ' έχω να σας πω, Αθηναίοι, και δεν κοτώ». — «Θάρρος και πες τα μαςξεφωνίζουν οι πατριώτες. Τους άρχισε τότες. Μήτε ο Όμηρος δεν ύμνησε τον Αχιλλέα όσο τις δόξες του Μιθριδάτη ο Αριστίωνας.