United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποιος ρίχτει τον πρώτον λίθον κατά του συζύγου, που εις δικαίαν οργήν κατασφάζει την άπιστον γυναίκα του και τον ουτιδανόν της διαφθορέα; κατά της κόρης, που εις ηδονικωτάτην ώραν παραδίδεται εις τις αχαλίνωτες τέρψεις του έρωτος: Οι νόμοι μας αυτοί, οι ψυχρόαιμοι εκείνοι λεπτολόγοι, συγκινούνται, και αναστέλλουν την τιμωρίαν των.

Παράλογα κι αστόχαστα, δουλειά δεν καταφέρνεις. Λέλα, μη φοβάσαι, σου λέω. Φοβήθηκες εσύ ψέφτρα, και δε μου είπες την αλήθεια. Έτρεμες να μη σε σκοτώσω. — Άκουσες τι ταπεινά που μου μιλούσε; Ύστερα, για να το κρύψη, κάμνει πως μ' αγαπά και ρίχτει φωτιές στην αγκαλιά μου. Άναψε, κόρωσε με μιας. Εγώ έχω μάτια και βλέπω. Δε λέω γρυ· προσμένω, καρτερώ. Έτσι καμιά μέρα θα τους πιάσω.

Και περιμένοντας στην αυλή, ψιλοτραγουδούσε κ' έβλεπε κατά το μαγεμένο καφάσι. Δεν άργησε να ξαναπροβάλη ο λαμπερός ο ήλιος από τη μεγαλούτσικη χαραμάδα. Ρίχτει μερικές ματιές γύρω του ο Ηλίας. Ένας και μοναχός ζαπτιές στην αυλή, κι αυτός ροχάλιζε στην πεζούλα. Ψυχή αλλού πουθενά. Δεν είχε ώρα να χάνη. Έπρεπε να της το πη πως τον έχασε το νου του μαζί της, πως έτοιμος είναι και τη ζωή του να δώση.

Όλα λοιπόν αυτά είναι παιγνίδια ως προς τα καθ' αυτό μαθήματα· και δι' αυτό ισχυρίσθην εγώ ότι έπαιζαν μαζί σου· και τα ονομάζω παιγνίδια, διότι και αν κανείς ήθελε μάθη πολλά τέτοια και αν ακόμη και όλα τα εμάθαινε, δεν θα εγνώριζε καλύτερον την αληθή φύσιν και ουσίαν των πραγμάτων· το πολύ θα ημπορούσε να διασκεδάζη με τους ανθρώπους και να τους εξαφνίζη με αυτήν την διπλήν σημασίαν των λέξεων, όπως ένας που σου βάζει πόδι και σε ρίχτει ανάσκελα, ή όπως εκείνοι που σου τραβούν από πίσω το σκαμνί την ώραν που πας να καθίσης και πεθαίνουν ύστερα στα γέλοια άμα σε ιδούν ξαπλωμένο φαρδύ πλατύ καταγής· ώστε όλα αυτά που έκαμαν ως τώρα με σένα να τα πάρης έτσι για παιγνίδι· τώρα βέβαια θα έλθη και η σειρά των σπουδαίων και σοβαρών, και θα αναλάβω εγώ την υποχρέωσιν να τους παρακαλέσω να κρατήσουν την υπόσχεσίν που μας έδωσαν· διότι υπεσχέθησαν να μας διδάξουν την τέχνην, με την οποίαν να προτρέπωνται οι άνθρωποι εις την καλλιέργειαν της αρετής· αλλά ενόμισαν, μου φαίνεται, πως έπρεπε ν' αρχίσουν μ' αυτάς τας αστειότητας μαζί σου.

Όχι, εφώναξε με μανία ο Στέφανος. Τα σκοτεινά δε μ' αρέσουνε· το σπίτι πρέπει ν' ανοίξη. Και με όλη του τη δύναμι πέφτει απάνω στον ένα σύντροφο, τον ρίχτει κάτω, αναποδογυρίζει το σοφρά με τα φαγιά και τα κρασιά και κινά, τρικλίζοντας, κατά το μέρος που ήταν οι γυναίκες. Ο γέρω Μαρούπας τρέχει τότε και τον αρπάζει από τη μέση και με πολλά παρακάλια και μάτια μου και φως μου, τον ησυχάζει λίγο.

Κει κάτω, στην καλύβα, ο Τριστάνος και η Βασίλισσα κοιμώντανε σφιχτά αγκαλιασμένοι. Ξαφνικά, ο Γκορνεβάλης άκουσε το θόρυβο κοπαδιού σκυλιών: με μεγάλη ορμή τα λαγωνικά κυνηγούσαν ένα ελάφι, που είχε ριχτεί στη χαράδρα. Μακρυά, στην πεδιάδα, φάνηκε ένας κυνηγός. Ο Γκορνεβάλης τον εγνώρισε: ήτανε ο Γκενελόν, ο άνθρωπος που περισσότερο απ' όλους μισούσε ο Τριστάνος.

Από τα 523 κυβερνούσε τους Βαντάλους της Αφρικής ο Χιλδερίχος, εγγονός του καταχτητή της του Γιζερίχου. Αρειανός αυτός όντας, καλομεταχειρίζουνταν τους ορθόδοξους υπηκόους του, κ' είταν αγαπημένος στην Πόλη, μάλιστ' από τον αυτοκράτορα. Ένας του όμως συγγενής, ο Γελίμερος, αφορμή από τη χριστιανική αυτή φιλία, σηκώνεται, αρπάζει την εξουσία, και ρίχτει το Χιλδερίχο στη φυλακή .

Βράζοντας ο λαός από μίσος με τα όσα έπαθε, πηγαίνει κατόπι και σπάνει τις θύρες της φυλακής, τονέ θανατώνει, φορτώνει το κορμί του σε καμήλα και το ρίχτει στη θάλασσα. Χολόσκασε ο Ιουλιανός σαν τάκουσε όλ' αυτά.

ΒΑΚΧ. Αυτά κρεμά σ' ένα πάτερο και τα θυμιάζει με το θειάφι και ρίχτει το αλάτι στη φωτιά. Την ώρα εκείνη λέγει και τα δύο ονόματα, το δικό του και το δικό σου. Έπειτα βγάζει από τον κόρφο της μία σβούρα και τη γυρίζει και συγχρόνως μουρμουρίζει βιαστικά κάτι λόγια βαρβαρικά που τ' ακούς και σηκώνεται η τρίχα σου. Με αυτά ο Φανίας εγύρισε πάλιν σ' εμένα.