United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επειδή και του λόγου σου μου εφανέρωσες το ποίος είσαι, ιδού που θέλω και εγώ να σου φανερώνω το ποία είμαι· Εγώ είμαι θυγατέρα ενός Μεγιστάνος της αυλής της Κασμυρίας, εις την οποίαν έχεις να πηγαίνης και ονομάζομαι Γουλνάζε, εκείνη που σε έκαμε ελάφι, είναι αδελφή μου μεγαλείτερη και ονομάζεται Μερχάνη. Αυτή είναι μια φοβερά Μάγισσα, που την δύναμίν της είναι να την φοβάται καθένας.

Eτούτο το μίσος προς τους ανθρώπους μου επροξενήθη από ένα άλλο όνειρο που είδα διά μίαν έλαφον που ευρίσκονταν εις τα δεσμά, και ένα ελάφι την εκύτταζε χωρίς να της δώση βοήθειαν· και αυτό υπώπτευσα πως έτσι είναι και οι άνθρωποι είναι επίβουλοι και άσπλαχνοι εναντίον των γυναικών μα τώρα γνωρίζω το σφάλμα μου, και επικρίνω καλύτερα τους ανθρώπους τους οποίους τους πιστεύω πιστούς εις την αγάπην τους και τας γυναίκας τους, και αν είνε μέλημα του ουρανού να στεφανωθώ το Βασιλόπουλον της Περσίας, είμαι πρόθυμη να κλίνω χωρίς εναντίωσιν καμμίαν.

Βέβαια της απεκρίθη εκείνη χαμογελώντας, είχε κάποιον χρέος να πασχίση διά την ελευθερίαν μου, παρά να με αφήση εις τα δεσμά. Και από αυτό ημπορείς να καταλάβης πως το ελάφι δεν απαρατεί την έλαφον, οπόταν εκείνη έχει χρείαν από βοήθειαν. Ύστερον από αυτά τα λόγια και άλλα, εμβήκαν εις το παλάτι το οποίον η Φαρουχνάζ το εστοχάσθη θαυμασιώτατον.

Αλλά, καθώς τα λαγωνικά είχαν κρεμαστεί από το λαιμό του, το ελάφι έπεσε χάμου και τα παράδωκε. Ένας κυνηγός το επέρασε με τη λόγχη. Ενώ οι κυνηγοί, στέκοντας σε κύκλο εσάλπιπιζαν με τα κέρατα, ο Τριστάνος είδεν έκπληκτος τον αρχικυνηγό να μαχαιρώνη βαθειά το λαιμό του ελαφιού σαν νάθελε να τον κόψη. «Τι κάνετε, Άρχοντα; φώναξε.

Αυτηνής της εφάνη πως είδεν εις τον ύπνο της ένα ελάφι, που είχε πιασθή εις κάποιες παγίδες κυνηγών και όντας εις αυτές, επήγε μία έλαφος, και έκαμε κάθε τρόπο και το ελευθέρωσεν· έτυχε κατά τύχην και επιάσθη υστερότερα και αυτή η έλαφος εις τες ίδιες παγίδες, και το ελάφι αντίς να κάμη το χρέος του να την συντρέξη και να την ελευθερώση, την άφησεν εκεί και έφυγεν.

Αλλά η Βασίλισσα έπεσε κι' αυτή στα γόνατα μπροστά της και, αγκαλιασμένες, ώρα πολλή έμειναν λιπόθυμες. Δεν είναι η Βραγγίνα η πιστή, είναι ο ίδιος ο εαυτός τους που πρέπει να φοβούνται οι αγαπημένοι. Αλλά πώς θα μπορούσαν η μεθυσμένες καρδιές τους να γίνουν προσεκτικές; Η αγάπη τους σπρώχνει, όπως η δίψα σπρώχνει το ελάφι προς το ποτάμι.

Έτσι το κάνουμε πάντα κι' έτσι έκαναν από τα παλαιικά χρόνια οι άνθρωποι της Κορνουάλης. Μολαταύτα αν ξέρης καμμιά πειο καλή μέθοδο, δείχ'τη μας. Πάρε αυτό το μαχαίρι, ωραίο αδέρφι. Θα την μάθουμε ευχαρίστως». Ο Τριστάνος γονάτισε και προτού κόψη το ελάφι, του έβγαλε το τομάρι. Έπειτα τεμάχισε το ζω, αφήνοντας τα κέρατα απείραγα.

Ω! όχι ποτέ άνθρωποι δεν αγαπήθηκαν τόσο πολύ και δε βασανίστηκαν τόσο σκληρά. Όταν ο Τριστάνος γύρισε από το κυνήγι, τσακισμένος από τη βαρειά ζέστη, αγκάλιασε τη Βασίλισσα με τα χέρια του. «Φίλε, που έλειπες όλη την ημέρα;» — Κυνηγούσα ένα ελάφι, κ' είμαι σκοτωμένος από την κούρασι. Κύττα, ο ιδρώτας τρέχει από το σώμα μου. Θάθελα να πέσω να κοιμηθώ».

Ένα όνειρον είναι το αίτιον; εφώναξεν ο βασιλεύς, πολλά εκστατικός· α! τι μου λέγεις; εγώ δεν πιστεύω αυτήν την πρόφασιν· ποίον όνειρον ήθελε προξενήση τέτοιαν σκληρότητα εις την καρδίαν της θυγατρός μου; Τότε του εδιηγήθη η Σουλταμεμέ το όνειρον που επλάνεσε την φαντασίαν της θυγατρός του με όλες τες περίστασες, και έπειτα από αυτό του είπεν· Ιδού, ω αυθέντη, ιδού το όνειρον που επλάνεσε την φαντασίαν της θυγατρός σου, αυτό την έκαμε να στοχάζεται τους ανθρώπους αχαρίστους, ωσάν το ελάφι προς την έλαφον· και βεβαιωμένη πως όλοι είνε έτσι, διά τούτο αποφεύγει με κάθε τρόπον την υπανδρείαν, και την συναναστροφήν τους.

ΑΜΛΕΤΟΣ Το κτυπημένο ελάφι ας πα να κλαίη, το αλάβωτο ζαρκάδι, ας παιγνιδά· θα κοιμάτ' ένας, άλλος αγρυπνά· εις τούτον τον συρμόν ο κόσμος πλέει. ΟΡΑΤΙΟΣ Το μισό. ΑΜΛΕΤΟΣ Όχι, ολόκληρο, είμαι βεβαιότατος. Ω Δάμων φίλ', εδώ την βασιλεία ωρφάνευσαν από τον ίδιον Δία, το ξεύρεις, και τον κλείσαντο μνημούρι· και τώρα βασιλεύει έναπαγώνι. ΟΡΑΤΙΟΣ Εύκολα εύρισκες την ρίμα .