United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είσαι σκοτωμένος! Δέκα κατάρτια υψηλά, το έν επάνω 'ς τ' άλλο, το ύψος οπού έπεσες δεν ημπορούν να φθάσουν. Θαύμα να είσαι ζωντανός! Ομίλησέ μου πάλιν. ΓΛΟΣΤ. Αλήθεια όμως έπεσα ή όχι; ΕΔΓΑΡ Απ' επάνω απ' του φρικτού αυτού κρημνού την κορυφήν. Ιδέ την! Ούτε ν' ακούσης ημπορείς ούτε να διακρίνης εκεί επάνω το πουλί, όσον κι' αν λαρυγγίζη. Γύρνα κ' ιδέ! ΓΛΟΣΤ. Αλλοίμονον! Δεν έχω πλέον 'μάτια.

Αλλ' ο αγαθός μας Βεστφαλιανός είχε πάρει ένα ωραίο σπαθί από τη γριά μαζί με το κοστούμι. Τραβάει το σπαθί του, αν και ήταν άνθρωπος μαλακός, και σου ξαπλώνει τον Ισραηλίτη ξερόν πάνω στις πλάκες, στα πόδια της ωραίας Κυνεγόνδης. — Παναγία Παρθένε! φώναξεν εκείνη, τι θα κάνομε τώρα; Ένας άνθρωπος σκοτωμένος σπίτι μου! Αν η δικαιοσύνη έρθη, ήμαστε χαμένοι.

Ω! όχι ποτέ άνθρωποι δεν αγαπήθηκαν τόσο πολύ και δε βασανίστηκαν τόσο σκληρά. Όταν ο Τριστάνος γύρισε από το κυνήγι, τσακισμένος από τη βαρειά ζέστη, αγκάλιασε τη Βασίλισσα με τα χέρια του. «Φίλε, που έλειπες όλη την ημέρα;» — Κυνηγούσα ένα ελάφι, κ' είμαι σκοτωμένος από την κούρασι. Κύττα, ο ιδρώτας τρέχει από το σώμα μου. Θάθελα να πέσω να κοιμηθώ».

Ανδρειεύεται η καρδιά του Τρέχει ακόμα λίγο εμπρός, Μια κρυφή βρίσκει σπηλειά του, Μέσα ρίχνεται ο φτωχός. Ξεφορτόνεται, δειλιάζει, Γέρνει αναίσθητοςτη γη, Κλει τα μάτια του, πλαγιάζει Και το λείψανο κρατεί. Κ' εκεί πούτανε θαμμένος Μεςτου ύπνου τη νυχτιά, Σ' το πλευρό του ο σκοτωμένος Ανταριάζεται, ξυπνά. Στέκει εμπρός του... Τα δυο μάτια Κούφια χάσκουνε πλατειά.

Γιε, ήταν εχθρός σου!». Κι' ο Τριστάνος χαίρεται: ο χειρότερος εχθρός του, ο πειο μισητός, ο Γκενελόν, είναι σκοτωμένος! Από τότε κανείς πεια δεν ετόλμησε να μπη στο άγριο δάσος. Ο τρόμος φυλάει της πόρτες του κι' οι δυο εραστές είναι κύριοι κει μέσα. Εκείνη την εποχή ο Τριστάνος έφτιασε το «α λ ά θ ε υ τ ο» τόξο, που πάντοτε πετύχαινε το στόχο, άνθρωπο ή αγρίμι στο σημαδεμένο μέρος.

Έπεσε αμέσως ανάστηθα από το δεινό καρδιοχτύπι. Φαινότανε σα σκοτωμένος ο ίδιος. Σαν πήρε μερικούς ανασασμούς και συνέφερε, λογιάζει δίπλα του και λείπει ο Δημήτρης. Δεν πήγε αμέσως ο νους του στο σκοπό του Δημήτρη. Ανασηκώνεται να κοιτάζη κάτω στο μονοπάτι, και βλέπει του δόλιου του Πανάγου το κεφάλι ξέχωρο από το κορμί, και το Δημήτρη που σκάλωνε πάλι τους βράχους.

Τον Ηρακλή, δέκα μηνών, τον Ιφικλή, μια νύκτα μικρότερό του μοναχά, η μάννα τους η Αλκμήνη αφού πρώτα τους έλουσε κ' εχόρτασέ τους γάλα αγάλια τους επλάγιασε σε χάλκινην ασπίδα, όπου την είχε λάφυρο παρμένη ο Αμφιτρύων απ' τον Πτερέλαο, πούλαχεν εμπρός του σκοτωμένος.

Αντείπε του ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 90 «Ω φίλε, αφού κάτι να ειπώ κ' εμένα συγχωρείται, μέσα η καρδιά μου σχίζεται, την ώρα οπ' ακούω ταις ανομιαίς να λέγετε, που εργάζονται οι μνηστήρεςτο σπίτι σου, 'ς το πείσμα σου, 'που τέτοιος είσαι νέος. το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σώχει μίσος 95 ο λαός όλος και θεού φωνήν έχει οδηγόν του; ή κακούς έχεις αδελφούς; και 'ς τ' αδελφού το χέρι, μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρρος έχει. αχ! νέος να 'μουν, ως εσύ, με την καρδιάν οπ' έχω, και του Οδυσσέα του λαμπρού τέκνου ή αυτός εκείνος 100 από τα ξένα νεόφερτος, —και ακόμα ελπίδα μένει, ήθελα εχθρός να μώκοφτε την κεφαλήν αμέσως. ανόλους αυτούς όλεθρος εγώ δεν εγενόμουν, άμ' έσταινα το πόδι μουτο δώμα του Οδυσσέα. κ' εμέ τον μόνον αν αυτών εδάμαζε το πλήθος, 105τα μέγαρά μου ήθελα να πέσω σκοτωμένος, παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα, να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις μέσατα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν, κρασιά να βγάζουν περισσά, και ταις τροφαίς να τρώγουν, 110 αδίκως, ατελείωτα, 'ς έργο, 'που δεν θα γείνη».

Ο Πάρης σκοτωμένος, κ' αιματωμένη και ζεστή ακόμ' η Ιουλιέτα, ενώ προ δύο ημερών ετάφηκ' εδώ κάτω! — Τρέξε στου πρίγκηπος εσύ, και συ στου Καπουλέτου, συ κράξε τους Μοντέκιδες. 'Σ τους τάφους ας σκαλίζουν οι άλλοι. Εδώ έγινεν όλος αυτός ο θρήνος, και έχομεν να μάθωμεν το διατί να γίνη. Β’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Τον ηύρα εις τα μνήματα· ο δούλος του Ρωμαίου. Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Φυλάγετέ τον.

« Τον ψάχνω τότετην καρδιά... » Ωχ! έπαυσε να πάλλη! » Τον 'φώναξα δεν με λαλεί, » Τον 'κάλεσα δεν με καλεί, » Τότ' έγεινα άλλη για άλλη. « Αχ!..τότε τον κατάλαβα. » Πώς ήτον σκοτωμένος. » Τον άφησατην ερημιά. » Και τρέχω ναύρω το φονιά· » Μα ο φονιάς κρυμμένος