United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσκέφθη προς στιγμήν να κραυγάση, αλλ' εσυλλογίσθη ότι θα ενέβαλεν εις αιφνιδίαν και επικίνδυνον ταραχήν τας δειλάς γυναίκας. Όλον το ωχρόν δέος των παρελθουσών εβδομάδων θ' αναπαριστάνετο ωχρότερον και φοβερώτερον εν μέσω του σκοτεινού εκείνου ρεύματος. Εσιώπα και διελογίζετο τι να πράξη, ψελλίζουσα ένδον το «Θεοτόκε Παρθένε», ως να ευρίσκετο ενώπιον φαντάσματος.

Αλλ' ο αγαθός μας Βεστφαλιανός είχε πάρει ένα ωραίο σπαθί από τη γριά μαζί με το κοστούμι. Τραβάει το σπαθί του, αν και ήταν άνθρωπος μαλακός, και σου ξαπλώνει τον Ισραηλίτη ξερόν πάνω στις πλάκες, στα πόδια της ωραίας Κυνεγόνδης. — Παναγία Παρθένε! φώναξεν εκείνη, τι θα κάνομε τώρα; Ένας άνθρωπος σκοτωμένος σπίτι μου! Αν η δικαιοσύνη έρθη, ήμαστε χαμένοι.

Σαν του σύννεφου τη σκιά περνά η δόξα των δυνατών, σαν παραμύθι των αγρών η ιστορία! Στων ανθρώπινων θριάμβων τον πάταγο τα κυπαρίσσια κινούν την κεφαλή. Μονάχα ο πόνος που σε πλήγωσε, αυτός δεν είνε ψέμμα, Παναγία Παρθένε. Δόξα στον πόνο! Σ' αυτόν η αγάπη προσφέρει το ποτήρι του αίματός μας. Σ' αυτόν το πνεύμα σωριάζει τα άστρα που τρύγησεν απ' τους ουράνιους κήπους.

Να βάλουν δε θυμίαμα εις το θυμιατόν και να θυμιάσουν. Και αφού έγειναν όλα αυτά, τότε ήρχισε το ιερόν άσμα ο πολυπαθής Φαφάνας: «Στέργειν μεν ημάς, ως ακίνδυνον φόβω, Ράον σιωπή. Τω πόθω δε, Παρθένε, Ύμνους υφαίνειν συντόνως τεθηγμένους, Εργώδες εστιν· αλλά και, Μήτηρ, σθένος, Όση πέφυκεν η προαίρεσις, δίδου

Έλεγε το &Πάτερ ημών&, το &Θεοτόκε Παρθένε&, και δύο ακόμη προσευχάς, όσας είξευρεν. Ο άνεμος, ο σφοδρός άνεμος του μεγάλου κενού και του πελάγους, εφύσα μετά βοής εις τα ώτα του. Ανέπνεε δυνατά, ήσθμαινε και η καρδία του έπαλλεν, έπαλλε σφοδρώς. Τέλος, εφάνη το σχοινίον. Ο Στάθης το έδραξε πεταχτά, εδέθη σπασμωδικώς, εσφίχθη. Εξέχασε να σείση το σχοινίον, διά να δώση σημείον εις τους άνδρας.

Το Μουχαμέτη σου, μέσα!». Κ' η θειά το Μαλαμώ, ποιούσα το σημείον του σταυρού έλεγε το «Θεοτόκε Παρθένε», κ' επανελάμβανεν «Έλα, Χ'στέ μου! βοήθα Παναϊά μου! » Και τα κύματα έπληττον την πρώραν, έπληττον τα πλευρά του σκάφους, και εισορμώντα εις το κύτος εκτύπων τα νώτα, εκτύπων τους βραχίονας των επιβατών. Και ο ήλιος εχαμήλωνεν, εχαμήλωνε. Και η βαρκούλα εκινδύνευε ν' αφανισθή.

«Εκύκλωσαν αι του βίου μου ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε . . . » Και επόθει ολοψύχως τον μοναχικόν βίον, ολίγον αργά, και επεκαλείτο μεγάλη τη φωνή τον «Γλυκασμόν των Αγγέλων, των θλιβομένων την χαράν», όπως έλθη εις αυτόν βοηθός και σώτειρα: «Αντιλαβού μου και ρύσαι των αιωνίων βασάνων . . . ».