United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως αόρατος δε επιγραφή επί του μετώπου της καταρρεούσης οικίας, ως αόριστος τραγική ειρωνεία επί της τύχης της, έμενε το όνομα : «της Κοκκώνας το Σπίτι». Μνημούρια του Φερήκκιοϊ κ' ολόρθα κυπαρίσσα . . . Έχασα την αγάπη μου και λαχταρώ περίσσα.

Και εις του πατρός το υψηλό θάλαμο αυτός κατέβη πλατύν, όπ' ήσαν σωρευτά χάλκωμα και χρυσάφι, 'ς τ' αρμάρια τα φορέματα, και περισσά τα μύρα. και μέσα παλαιού κρασιού γλυκύτατου πιθάρια 340 στέκονταν, όλα γεμιστά θείο πιοτό και ακράτο, 'ς τον τοίχο αράδα κολλητά, αν ίσως καί ποτ' έλθη εις την πατρίδ' ο Οδυσσηάς, 'ς το τέλος των δεινών του. σανίδαις είχε δίφυλλαις πυκνά συναρμοσμέναις, κ' ημέρα νύκτα ευρίσκονταν κελλάρισσα γυναίκα 345 αυτού, 'π' όλα τα εφύλαγε, με προσοχή, με γνώσι, η Ευρύκλεια, 'που 'ταν γέννημα τ' Ώπα Πεισηνορίδη•τον θάλαμο ο Τηλέμαχος έκραξε αυτήν και είπε•

Εδάκρυσεν ο Αχιλλεύς· κ' ευθύς απ' τους συντρόφους Χώρισε· κ' εις της θάλασσας της ασπρουλής την άκραν Κάθησεν, εις το πέλαγος το μελαψόν θωρώντας· Και δα προς την μητέρα του την πόλλ' αγαπημένην Περίσσα προσευχήθηκεν, απλώνοντας τα χέρια. Μητέρα, σαν μ' εγέννησες 'λιγόζωος να είμαι, Τιμήν ο υψιβρόντης Ζευς χρωστούσε να με δώση.

Μέσα της νοσταλγούσε πάντα τα φυλλωμένα δάση και τα περισσά άνθη κ' η νίκη που κέρδισα στον αγώνα μου για τη θάλασσα είδα πως είτανε μισή νίκη μόνο. Έτσι συμφωνήσαμε να ορίζη στο εξής πότε ο ένας, πότε ο άλλος μας τον τόπο που θα μέναμε το καλοκαίρι.

Κύπρο, Φοινίκην, Αίγυπτο, και χώραις Αιθιόπων, και Σιδονίων κ' Ερεμβών εβγήκα, και Λιβύαν, όπου τ' αρνιά από γενετής τα κέρατα φυτρόνουν, 85 και τρεις φοραίς τεκνοποιούν τα πρόβατα τον χρόνο. κει του ποιμένα περισσά, καθώς και του κυρίου, είναι τυρί και κρέατα και το γλυκό το γάλα, ότι έχουν πάντοτ' άφθονο το γάλα να τ' αρμέγουν• κ' ενώ πλούτη συνάζοντας κει πέρα εγώ πλανούμουν, 90 ωστόσ' άλλος μου φόνευσε τον αδελφό μου κρύφια, απάντεχα, με της μιαρής συντρόφου την απάτη, κ' ιδού γιατί δεν χαίρομαιτα πλούτη αυτά, 'που έχω. και τούτα θα τ' ακούσετε και σεις απ' τους γονείς σας, όποιοι και αν είναι, ότι έπαθα πολλά, κ' έχασα σπίτι 95 ευτυχισμένο με καλά και υπέρλαμπρα περίσσα. κ' έστεργα εγώσπίτι μου το τρίτο να μου μείνη, και εις την ζωή να εσώζονταν οι άνδρες, οπού πέσαν, εις την Τρωάδα την πλατειά, μακράν από το Άργος. και όλους τους κλαίω και οδύρομαι, και το συχνό κλεισμένος 100 εις τα δικά μου μέγαρα, καθήμενος δακρύζω, και ώραιςτο κλάμμα χαίρεται η ψυχή μου και ώραις παύω• γοργά του κρύου κλάμματος ο πόθος ησυχάζει. αλλ' αυτών όλων των ανδρών ο πόνος δεν με θλίβει όσον ενός, 'που ο πόθος του φαγί μου παίρνει κ' ύπνο• 105 ότι κανείς των Αχαιών ωσάν τον Οδυσσέα δεν μόχθησε, ουδ' εβάσταξεν αλλά το 'θελε η μοίρα αυτός να πάθη και άσβυστοςεμέ να μείνη ο πόνος κείνου, ότι λείπει δα καιρούς, ουδέ κανείς γνωρίζει ζη κείνος ή απέθανε• και τώρα θα τον κλαίουν 110 η Πηνελόπ' η φρόνιμη, ο γέρος ο Λαέρτης, και ο Τηλέμαχος, 'π' άφησετο σπίτι ακόμη βρέφος».

Διά τούτο τον Αναξαγόραν και τον Θαλήν και τους ομοίους των τους θεωρούν μεν σοφούς, όχι όμως φρονίμους, αφού τους βλέπουν ότι δεν γνωρίζουν τα ατομικά των συμφέροντα, και λέγουν μεν ότι αυτοί γνωρίζουν περισσά και αξιοθαύμαστα και δύσκολα και θεϊκά πράγματα, αυτά όμως είναι άχρηστα, διότι δεν εξετάζουν ποία είναι τα ανθρώπινα αγαθά. &Φρόνησις.&

Τότες ο γερο-Νέστορας σηκώθηκε όρθιος κι' είπε «Διομήδη, και στη μάχη εσύ είσαι γερός περίσσα, και στη βουλή όλους ξεπερνάς τους συνομήλικούς σου. Όσοι Αχαιοί, το λόγο σου κανείς δε θ' αψηφήσει, 55 δε θ' αντιπεί· μα στης δουλιας δεν πήγες κι' ως στο βάθος.

Σταθήτ' αυτού, γιατί σας δένει το μάγευμα. — Γονζάλε, άγιε και τιμημένε, τα μάτια μου, άμα εχαρήκαν τα δικά σου, χύνουνε δάκρυα φιλικά. — Το μάγευμα διαλύεται γλήγορα και όπως η αυγή παίρνει της νύκτας σκορπίζοντας το σκότος, ομοίως τα λογικά τους γλυκοχαράζοντας ολοένα διώχνουν την τυφλή καταχνιά, που περισκεπάζει τον φωτεινότερο νου τους. — Ω αγαθέ Γονζάλε, ο αληθινός λυτρωτής μου, και ο άδολος φίλος εκείνου, που συνοδεύεις, θα πλερώσω τες ευεργεσίες του περισσά, και με τα λόγια και με τα έργα.

Τότες του Δία θύμωσε η κόρη και της είπε «Μη μ' ερεθίζεις, άμοιρη, κι' απ' το θυμό σ' αφήκω, «και τόσο σ' οχτρεφτώ όσο πριν σ' αγάπησα περίσσα, 415 και πλέξω τρομερούς σκοπούς ανάμεσα στους διο τους, τους Τρώες και τους Αχαιούς, κι άσκημα εσύ τελειώσεις

Κι' ο Εχτορας κι' οι Τρώες μ' αχό και γιούχα τούρηχναν πικρά σαϊτοκοτρώνια. Και τούσκουξε με μια φωνή ο Έχτορας μεγάλη 160 «Διομήδη, εσένα οι Δαναοί περίσσα σε τιμούσαν με κρέατα και με πρωτιά και ξέχειλο ποτήρια· μα τώρα πια θα σ' αψηφούν... βρε εσύ γυναίκα εσύ είσαι!