Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Η συνδιάλεξις διεκόπτετο ανά πάσαν στιγμήν και η σιγή επλανάτο βαθεία και πλήρης παρακρούσεων. Άμα ενύκτωσεν, η θύρα του προθαλάμου ήνοιξε και άνθρωπος με πρόσωπον μελαψόν και ισχνόν εφάνη. Η Λίγεια ανεγνώρισεν, επειδή τον είχεν ιδεί εις της Πομπωνίας, τον Ατακίνον, ένα απελεύθερον του Βινικίου. Η Ακτή εξέβαλε κραυγήν.
Μεγάλη χύτρα με νερόν εθερμαίνετο εις την εστίαν. Ητοιμάσθη καθαρά λεκάνη. Ο παπάς εφόρεσε τ' άμφια, και άρχισε τας ευχάς των κατηχουμένων. Η συντέκνισσα επήρεν εις τους βραχίονάς της το νεογνόν, ανίδεον, μελαψόν, και θλιβερώς ασθμαίνον, κ' εστάθη πλησίον του παπά. Μετ' ολίγον εκείνος της είπε να στραφή προς δυσμάς. — «Απετάξω τω Σατανά;»
Και μετενόει ήδη διότι ετάραξε τόσον τον άνδρα της, ακαίρως επιμένουσα εις την άρνησίν της, ενώ ανεγνώριζε την ανάγκην. Έθεσεν ολίγον μελαψόν άρτον εντός μαλλίνου σακκιδίου, εκρέμασεν αυτό από του ώμου και κλειδώσασα την θύραν εξήγαγεν από του αχυρώνος τα γαλιά και ανεχώρησεν εις την βοσκήν. — Ο άι Νικόλας κι' ας με φυλάξη· εψιθύρισε, σταυροκοπουμένη.
Κύτταξε εδώ, κοκκώνα, τον φονιά, τον βγάλλω πάλιν έξω. — Και λαβούσα από του κοσκίνου ένα μελαψόν κύαμον έρριψεν αυτόν υπέρ την κεφαλήν και όπισθεν αυτής εκστομίσασα μίαν κατάραν. — Τώρα, είπεν έπειτα, σεις μετρήσετέ τα κι' εγώ να τα ρωτήσω.
Άνθρωπός τις εφάνη κρατών δέμα εν τη χειρί, ως εφαίνετο, διότι ο Βράγγης δεν ηδύνατο καλώς να διακρίνη. Το φέγγος της σελήνης κατήρχετο διά του ανοίγματος των δένδρων επί του προσώπου του αγνώστου και εφώτισε τους χαρακτήρας του. Ήτο άνθρωπος με χρώμα ηλιοκαές ή φύσει μελαψόν, με οστεώδεις και μακράς εξοχάς εν τη μορφή, με ερρυτιδωμένον μέτωπον. Υψηλός το ανάστημα, αλλά κυρτός.
Ο Βινίκιος δεν ήτο ολιγώτερον μεθυσμένος από τους άλλους. Το πρόσωπόν του το μελαψόν είχε γείνει μελανοκόκκινον και με το κολλώδες στόμα του εζήτει να περιπτυχθή την Λίγειαν και έλεγεν εις αυτήν μεγαλοφώνως: — Δος μου τα χείλη σου. Σήμερον ή αύριον τι διαφέρει! Αρκετά επερίμενα. Ο Καίσαρ σε ανέλαβεν από τους Αούλους διά να σε προσφέρη δώρον εις εμέ, Με εννοείς!
Εδάκρυσεν ο Αχιλλεύς· κ' ευθύς απ' τους συντρόφους Χώρισε· κ' εις της θάλασσας της ασπρουλής την άκραν Κάθησεν, εις το πέλαγος το μελαψόν θωρώντας· Και δα προς την μητέρα του την πόλλ' αγαπημένην Περίσσα προσευχήθηκεν, απλώνοντας τα χέρια. Μητέρα, σαν μ' εγέννησες 'λιγόζωος να είμαι, Τιμήν ο υψιβρόντης Ζευς χρωστούσε να με δώση.
Οι χωροφύλακες έχασκον βλακωδώς· πέντε έξ εκ των χωρικών, οι γεροντότεροι ητένιζον το καρυοφύλλι με λυπημένον βλέμμα, έσχατοι μαχηταί ζώντες έτι επί του πεδίου της μάχης, ατενίζοντες την σημαίαν των η οποία γνωρίζουν ότι μετά τον θάνατόν των θα περιέλθη εις χείρας του εχθρού· ενώ οι λοιποί εντελώς απηρνούντο πλέον αυτό, το μελαψόν κ' εξηρθρωμένον και γεγηρακός, ουδέ ήθελον καν να το ατενίσουν. . . Ο γέρων εστάθη διά μίαν στιγμήν προ της τοιαυτής ψυχρότητος άλαλος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν