United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Α! α! σεις είστε. Τι έκπληξις! Τι έρχεστε να κάμετε εδώ; ΚΛΕΑΝΘΗΣ Έρχομαι να μάθω ποια τύχη μου επιφυλάσσεται· να μιλήσω στην αγαπημένη μου Αγγελική, να την ρωτήσω τι αισθάνεται για μένα και τι αποφάσισε για τον απαίσιον εκείνο γάμο, για τον οποίον με ειδοποίησε.

Τώρα θέλω μόνο να μάθω εάν είναι αλήθεια ότι εσύ δεν είπες τίποτε από αυτά που κουβεντιάσαμε στον ντον Πρέντου.» «Τίποτα, ντόνα Νοέμι μου!» «Κάτι ακόμη θέλω να σε ρωτήσω, Έφις, αλλά πρέπει να μου πεις την αλήθεια.

Θάθελα να τους ρωτήσω σαν τι αρρώστεια έχετε που σας δίνουν τόσα γιατρικά. ΑΡΓΓΑΝ Σιωπή, αμαθεστάτη! Δεν είνε δική σου δουλειά να εξελέγχης τις συνταγές της ιατρικής. Ειδοποίησε την κόρη μου την Αγγελική νάρθη εδώ. Έχω κάτι να της πω. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Να την πούρχεται ακάλεστη· θα μάντεψε, φαίνεται, τη σκέψι σας. ΑΡΓΓΑΝ Έλα κοντά, Αγγελική. Ήρθες απάνω στην ώρα. Ήθελα να σου μιλήσω για κάτι.

Ποια κακή τρέλλα σ’ έπιασε και ποιος από τους αθανάτους σε τέτοια δεινά σ’ έσπρωξε, που δεν υπάρχουν ποιο μεγάλα; Αλλοίμονό σου, δύστυχε, να σ’ αντικρύσω δεν μπορώ, αν και πολλά να σε ρωτήσω θέλω, πολλά απ’ το στόμα σου να μάθω τέτοια είν’ η φρίκη που γεννάς. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονο, αλλοίμονο, ο δυστυχισμένος! Σε ποια μεριά της γης με παν, σε ποιο βυθόν ορμητικά κυλά η φωνή μου! Αλλοίμονο!

Ο πρώτος μου λόγος, άμα τη συνέφερα, ήτον να τη ρωτήσω πού βάρεσε. Η κόρη σήκωσε τα μεγάλα καστανά μάτια της, κυκλωμένα περίγυρα κατά τες κώχες με μια αλαφριά μελανή λουρίδ' από τη λαχτάρα, και νοτισμένα από δυο χοντρά μαργαριτάρια, δάκρυα που τότες άρχιζαν ν' αναβρύζουν, με κύτταξε τόσο συμπαθητικά που ποτέ δε θα το λησμονήσω στη ζωή μου, και μούπε ανάλαφρα: — Πουθενά,... σ' ευχαριστώ.

ΦΕΡΔΙΝ. Άσφαλτα είν' η θεά, που αυτά τα τραγούδια ακολουθάνε! — Δέξου να σε ρωτήσω ταπεινά εάν μένης εις τούτο το νησί, και να μου δώσης καμμίαν καλήν οδηγία, πώς πρέπει εδώ να πορεύωμαι· ο πόθος μου ο πρώτος, και πρέπει τέλος να σου τ' ομολογήσω, είναι, ω εσύ, θαύμα, να μάθω, αν είσαι θνητή κόρη ή όχι. ΜΙΡ. Θαύμα δεν είμαι, κύριε, αλλά βέβαια μία κόρη. ΦΕΡΔΙΝ. Η γλώσσα μου!

Ο Παρδαλός, υποτασσόμενος εις την υπερτάτην κοινωνικήν ανάγκην του να μη ακουσθή, πορεύεται βραδέως εις την καρβουνοθήκην και αποφυλακίζει τον υιόν του, καθ' ην στιγμήν ο αναβαίνων την κλίμακα παρίσταται ενώπιον αυτού. — Α! εσύ είσαι Γιάννη; λέγει προς αυτόν Ο Κ. Παρδαλός· τι τρέχει; — Ο αφέντης και η κυρά μ' έστειλαν να 'ρωτήσω αν θα μείνετε απόψε εις το σπίτι, . . για να έλθουν.

ΙΩΝ Ποιά μάννα μ' έδωκεεσέ; ΞΟΥΘΟΣ Να σου το ειπώ δεν ξέρω. ΙΩΝ Ούτε ο Φοίβος το είπε αυτό; ΞΟΥΘΟΣ Απ' την πολλή χαρά μου δεν τον ερώτησα. ΙΩΝ Και πως; από τη γη γεννήθηκα; ΞΟΥΘΟΣ Το χώμα δεν γεννά παιδιά; ΙΩΝ Πώς είμ' εγώ δικός σου; ΞΟΥΘΟΣ Δεν ξέρω. Τον θεόν γι' αυτό θα τον ρωτήσω πάλι. ΙΩΝ Ας πούμε γι' άλλα πράματα. ΞΟΥΘΟΣ Αυτά είνε τα πειό καλά, παιδί μου.

Προτιμώ τον Τάσσο και τους μύθους του Αριόστου, που σε κάνουνε να κοιμάσαι όρθιος. — Να τολμήσω να σας ρωτήσω, κύριε, είπε ο Αγαθούλης, αν δε σας δίνει μεγάλη ευχαρίστηση το διάβασμα του Ορατίου;

Ίσως γι’ αυτό έφυγα, περισσότερο γι’ αυτό παρά για το κακό που έκανα.» «Να σε ρωτήσω κάτι άλλο. Όταν ήρθες στο κτηματάκι, την τελευταία φορά, το ήξερες κιόλας;» «Το ήξερα.» «Λοιπόν», είπε ο Έφις ενώ σηκωνόταν, «είσαι ένας πραγματικός άντρας!» «Τι τα θέλειςαπάντησε αμέσως ο Τζατσίντο κολακευμένος. «Γνωρίζω λίγο τη ζωή, τίποτε άλλο.