United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μου ήρθε μια στιγμή να πέσω στην αγκαλιά της, να τη ρωτήσω τι έχει, να την παρηγορήσω . .. ΦΛΕΡΗΠτωχό παιδί, δε θα μπορούσες να την παρηγορήσης εσύ. Δε θα μπορούσες να την παρηγορήσης... ΔΩΡΑΓιατί, μπαμπά μου; Κάθε συμπάθεια είναι παρηγοριά. Δεν είναι; ΦΛΕΡΗΣΝαι, βέβαια. Δε λέω. Μα ήσουν και συ τόσο συγκινημένη. Ας ταφίσωμε όμως αυτά. Έλα να πάμε περίπατο, παιδί μου. Έλα! Είναι αργά πια.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Καθήστε, τώρα πούσθ' εδώ, να σας ρωτήσω και να ιδώ αν ίσως κ' εκτελέσατε τα προμελετημένα στων Σκίρων την πανηγύρι. Δ’ ΓΥΝΗ Α, όσο δα για μένα, έχω στης αμασχάλες και από δάσος πειό πυκνές της τρίχες και μεγάλες, κατά τη συμφωνία μας. Έκαμα κι' άλλο ακόμα• όταν επήγε ο άνδρας μου στην αγορά, το σώμα πασάλειψα, και στάθηκα στον ήλιον όλη μέρα.

Κι όταν σε τέτοιες στιγμές καθόμαστε μόνοι μας οι τρεις, συλλογιζόμαστε όλοι εκείνο που γινότανε πίσω από την κλεισμένη πόρτα, όπου η γυναίκα μου πάλευε να φτάση όλο και σιμότερα στα σύνορα, που τελειώνει η ζωή. — Ξέρετε από τι υποφέρει η μαμά; είπα μια μέρα. Ο Ούλοφ κοίταξε αλλού, χωρίς να μιλήση, ο Σβάντε όμως απάντησε: — Ναι. Δε χρειαζότανε κιόλας να ρωτήσω.

Και αν από τα χέρια σας οι άνεμοι λυμένοι λυσσομανούν και μάχωνται με τα καμπαναριά μας, κι' αν καταπίνη καραβιαίς το αφρισμένο κύμα, και αν κυλιούνται κατά γης τα γεμισμένα στάχυα, τα δένδρ' αν ξερριζόνωνται, αν σχίζωνται τα κάστρα, κ' επάνω αν κρημνίζωνταιτους φυλακάτωράς των, κι' αν γέρνουν τα κεφάλια των παλάτια, πυραμίδες, ως που να σμίξ' η κορυφή με τα θεμέλιά των, κι' όλ' η σπορά της φύσεως αν γείνη άνω κάτω, εσείς αποκριθήτε με εις ό,τι κι' αν 'ρωτήσω!

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τι λογής να ειν' εκείνες; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ε, απάντησέ μου τώρα εις αυτά που θα ρωτήσω. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ρώτησέ με ό,τι θέλεις και ευθύς θα σ' απαντήσω. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Παρατήρησες Νεφέλες που να μοιάζουν με κενταύρους, ή να μοιάζουν με παρδάλεις, ή με λύκους, ή με ταύρους; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Βέβαια• και τι με τούτο; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Και τι φτιάνουν σαν ιδούνε και το Σίμωνα, που τρώει το δημόσιο το χρήμα;

Τόρα διηγείτο παρελθούσαν αυτού συμπλοκήν μετά της συμμορίας του Χειμώνα, εις το δάσος της Λεπενούς, κατά την οποίαν συνέλαβε τρεις κ' εφόνευσε τον αρχηγόν: — Σαν τον είδα χάμου, πήγα κοντά και τον πάτησατο σβέρκο· ήθελα να τον ρωτήσω πώς του φαίνονταν τόρα οι παληοκλειδωνιές.

Και ρωτούσα τον εαυτό μου: Γιατί; Γνώριζα πως δεν μπορούσα ποτέ να τη ρωτήσω γι' αυτό. Γιατί θα μου αγκάλιαζε το λαιμό με τα χέρια της και θα μου έλεγε: «Ω, δε μου έχεις κάμει ποτέ άλλο από καλόΝόμιζα πως άκουγα το φανατισμό της φωνής της, όταν έλεγε αυτά τα λόγια. Ναι, ήξερα πως έτσι θαπαντούσε κ' ήξερα πως όλα όσα έλεγε τα αιστανότανε αληθινά. Η ιδέα όμως αυτή δε με ησύχαζε.

Πώς τάχα έκρυβα κ' εγώ τον γάμο μου μ' εκείνον και στα κρυφά σε σκότωνα; για όφελος δικό σου σε παραδίνει τώρ' αυτόςέναν πατέρα ξένο. ΙΩΝ Μα τέτοια λόγια δεν μπορούν εμένα να με πείσουν• θα έμβω μέσα στο ναό το Φοίβο να ρωτήσω, αν απ' αυτόν γεννήθηκα ή από θνητόν πατέρα.

Ορίστε! Τα ίδια και πάλε τα ίδια! Όλο την απαντέχει, κι όλο έρχεται η Καλλίτσα. Κάποτες και το σπίτι το συγυρίζουμε για τον ερχομό της και. . . . — Σταθήτε, αφεντικό, να σας χαρώ, λέει τώρα ο Σφακιανός, γιατί σα να θέλη κάτι να μας πη από δω ο Μυλόρδος. — Τίποτις, αποκρίνεται συλλογισμένα ο Άγγλος. Έλεγα μόνο να σας ρωτήσω α δε μάθετε τίποτις από τότες.