Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Κρεμασιές ορμητικές που γκρεμίζουνταν από τις χαμένες κορυφές των βουνών ψηλά μέσα στα κατάμαυρα σύγνεφα, κυλούσαν λιθάρια ριζιμιά και νερό αφρισμένο με γοργάδα αστραπής, με θόρυβο ουρανοβροντής.
Κατάχλωμη κι αναμαλλιάρα έτρεξε στο μαγεριό, σαν αφρισμένο κύμα πίσω από το δύστυχο το ναυαγό. Δεν ηύρε την Ασημίνα. Δίπλα ήταν η καμαρούλα που κοιμότανε. Άνοιξε την πόρτα με μια κλωτσιά και στο θέαμα πήγε να τρελλαθή. Η δούλα της πεσμένη προύμυτα, κρατούσε την εικόνα στην αγκαλιά και τη φιλούσε, τη δάγκωνε, την έβρεχε με δάκρυα, και ξεφωνούσε : — Άστρο μου, φως μου, ζωούλα μου!
Και στην ώρα που το έφερναν, φοβερά ρεκάζοντας επήδησε στα κύματα με τον Γιώργη το Σπετσωτάκι, που ήθελε να παλαίψη μαζί της. Για μία στιγμή, τον είδα κάτου σε βαθειά και θεοσκότεινη λαγκαδιά ν' αντρομαχέται απελπισμένα. Και άξαφνα είδα κύμα θεόρατο, με χίλια νύχια και μύριους αποκλαμούς, να τον παίζη στο αφρισμένο στόμα του και να μας τον πετά με βρισιά και φοβέρα.
Μον αυτά απ' ανεγνωμιά τους, Παιδιακήσια ακεφαλιά τους, Με τη μάνα τους γελούσαν, Της ορμήνιαις δεν ψηφούσαν. Ήταν ώρα που το χιόνι 175 Των βουνών, κι' ο πάγος λιόνει· Ροβολάν μ' ορμή, αβγατίζουν, Και τα κάτω πλευρίζουν. Το ποτάμι φουσκομένο, Κατεβάζει αφρισμένο. 180 Τα νερά του τόσο υψόνει, Που τους κάμπους θαλασσόνει·
Εκεί σιμά τους χρόνια εννιά πολλά 'φτιανα στολίδια — 400 θηλύκια, χρυσολούλουδα, γιορντάνια, σκουλαρίκια — μες στη σπηλιά την κουφωτή· και τ' αφρισμένο κύμα με μουρμουρίσματα έτρεχε τριγύρω φουσκωμένο. Μηδ' άλλος τόξερε θεός μηδέ θνητός κανένας, μόνη η Βρυνόμη τόξερε που μ' έσωσε κι' η Θέτη. 405 Αφτή μας ήρθε τώρα εδώ, και να η στιγμή κι' εμένα ότι χρωστώ που μ' έσωσε ναν της πλερώσω τώρα.
Ο θάνατος τον έζωνε, τα Μυστήρια του φαινότανε πως έκαιγαν σα φωτιά το κούτελο του. Είχε ιδεί πολλές φορές τον θάνατο με τα μάτια του. Ποτέ όμως τόσα άγρια, τόσο κρύα. Μια φορά το κύμα χύμηξε ζωντανό, αφρισμένο, άρπαξε τον κουνιάδο του απάνω απ' το κάσσαρο, τον ρούφηξε, τον κατάπιε· πάει, χάθηκε. Αυτά έχει η θάλασσα.
Και το κύμα κάτω πελώριο, θολό και αφρισμένο, έπεφτε στην πρύμη της «Παντάνασας», ελάχτιζε και την εκλόνιζεν από αρμό σε αρμό, με θανάσιμο βρύχημα σαν να τις έκραζε: τρέχα! Κ' εκείνη ξετρελαμένη, ολότρεμη έφευγεν εμπρός, εδρασκέλαε θεόρατα κορφοβούνια, έπεφτε σε σκοτεινές λαγκαδιές, εδυσκολοσκάλωνε σε απόκρημνα πλάγια κ' εστέναζεν ανίσχυρη στο τόσο τρέξιμο.
Που όθε περνάει ατέλειωτον λάκκον ανοίγει, μνήμα. Μα κάπου—κάπου βρίσκεται 'ς του πελάου το στρώμα Κάθε θεόχτιστο κοντρί, κανένας μέγας βράχος, Βράχος θαλασσομάχος, Που κάθε κύμα πώρχεται με αφρισμένο στόμα Για να πνίξη 'ς το βυθό το σχίζει, το σκορπάει, Και ξεγδαρμένο, σκέλεθρο, κομμάτια αυτό βογγάει. Ο βράχος μένει ατάραχος, ορθός, ξεσκεπασμένος.
Κ' ένα γλυκό βραδάκι, Που μοναχή η Πεντάμορφη αγνάντευε απ' το κάστρο, Τ' αγαπημένα αδέρφια της με πόνο ακαρτερώντας, Να πηλαλάη έν' άλογο βλέπει μακρυά 'ςτόν κάμπο. Απέρναγε σαν σύγνεφο οπού το διώχνει ο αγέρας, Κι' όπως βογγάει το σύγνεφο εκείνο εχλιμιντρούσε. Γοργό, αφρισμένο επλάκωσε σε λίγο μέσ' 'ς το κάστρο Μ' ένα δισάκι απάνω του και δίχως καββαλλάρη.
'Ψηλά 'ς το Νεραϊδόρρεμμα, που από το βράχο απάνου Πέφτει αφρισμένο το νερό και σκούζει και βογγάει Και φκιάνει λίμνη και γιαλό, και θεριωμένο εκείθε Πηδάει ταις πέτραις σαν στοιχειό και χάνεται 'ςτά πεύκα, Εκεί ο Γιαννούλας φύλαγε μια νύχτα με φεγγάρι, Να 'ρθούν τα 'λάφια 'ς το νερό να λαφοκυνηγήση. 'Σ τον ουρανό μεσάνυχτα δείχνει ο Σταυρός κ' η Πούλια. Φυλάει αυτός ακοίμητος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν