United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


'Ψηλάτο Νεραϊδόρρεμμα, που από το βράχο απάνου Πέφτει αφρισμένο το νερό και σκούζει και βογγάει Και φκιάνει λίμνη και γιαλό, και θεριωμένο εκείθε Πηδάει ταις πέτραις σαν στοιχειό και χάνεται 'ςτά πεύκα, Εκεί ο Γιαννούλας φύλαγε μια νύχτα με φεγγάρι, Να 'ρθούν τα 'λάφιατο νερό να λαφοκυνηγήση. 'Σ τον ουρανό μεσάνυχτα δείχνει ο Σταυρός κ' η Πούλια. Φυλάει αυτός ακοίμητος.

Το γνοιάστηκαν η άλλαις, Και γίνοντ' άφανταις με μιας και μένει η ερωτεμμένη. Χρυσώνεται η ανατολή . . . . να και λαλεί τ' ορνίθι .... Στέκει ο Γιαννούλας . . . αγκαλιά και τη Νεράιδ' αρπάζει Και τήνε φέρειτο χωριό....................... Τέσσαρα χρόνια πέρασαν χαριτωμένο ταίρι. Κι' εβλάστησε απ' το γάμο τους πεντάμορφο αγγελούδι . . . . Μ' άλλαξε κι' όλας ο καιρός.

Πέρασε η ώρα με το τρομερό παραμύθι της χαροκαμένης μας της Γιαννούλας. Βγαίνει και το κακόμοιρο το κορίτσι, χλωμό, δακρισμένο, ολότρεμο. Η καρδούλα του θα στραγγίζη αίμα από τον πόνο. Τι την πόνεσες έτσι, καημένη Γιανούλα! Ή τάχα πρέπει να τ' ακούν κ' οι ανήξερές μας οι ρωμιοπούλες, τι παράδεισο τον είχανε οι γριές τους! Μα κι όσοι πάλι τάκουσαν, τι ωφελήθηκαν!

Ήξερε αυτός από μικρός ότι όποιο παλληκάρι Αρπάξη τ' ολομέταξο μαντήλι της Νεράιδας, Εκείνη αφίνει τα νερά, τον παίρνει από κατόπι, Και γίνεται γυναίκα του και γίνεται 'δική του. Βάνει ο Γιαννούλας φυλαχτό μπαρούτι και λιβάνι Και πάειτης πέτραις της οχθιάς κι αρπάζει το μαντήλι Και ροβολάτη λαγκαδιά και χάνεταιτα πεύκα.

«Σούστα από ρυτήρος ελαύνουσα παρέσυρε χθες π. μ. εις την οδόν Αρχαγγέλου και απέκοψε τον πόδα της εβδομηκοντούτιδος γραίας χήρας Γιαννούλας Μαστραπά. Ο δράστης καρραγωγεύς εξηκολούθησε τον δρόμον του». Η είδηση αυτή, τόσο φτωχή σε λεπτομέρειες τον έβαλε σε αναζήτηση.

Κρυμμένοςτα χαμόκλαδα 'κουρμένεται ο Γιαννούλας Με την καρδιά του ανήσυχη, όμως βουβός 'σάν πέτρα. Ακούει τα 'παινέματα, τα λόγια της Νεράιδας, Ακούει την αγάπη της και το παράπονό της, Και μίαν απόκρυφη χαράτα σωθικά του νοιώθει.

Αλησμονεί τον άντρα της με μιας και το παιδί της Και παίρνει δίπλα τα βουνά, ταις λαγκαδιαίς, τα πλάγια. Πάλι Νεράιδα γίνεται, πάλι τη νηότη παίρνει Και με ταις άλλαις σμίγεταιταις τρίσβαθαις σπηλιαίς τους. Ο λόγος βγαίνειτο χωριό κι' απλώνεταιτον κόσμο. Τάκουσε μέσ' 'ς την ξενητειά ο δόλιος ο Γιαννούλας Κι' από την πολλή τη πίκρα του πέθανε εκεί, 'ς τα ξένα!

Εσύ μονάχα σώνεις να στολίσης κοπέλλας πρόσωπο! Αγαπά, λέει, πολύ και τη θειά Γιαννούλα, την παρακόρη. Οι άλλες παίζουν και τραγουδούν, κι αυτή τρέχει στο μαγερειό και βοηθά της Γιαννούλας. Κ' η γριά την αφίνει, για να τ' ακούγη ύστερα ο αφέντης και να το χαίρεται, που η χαδεμένη του τόκαμε πάλι το κυδωνάτο. Την έστησαν τώρα την κατσαρόλα. Τώρα το φαεί βράζει.