Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Ήξερε αυτός από μικρός ότι όποιο παλληκάρι Αρπάξη τ' ολομέταξο μαντήλι της Νεράιδας, Εκείνη αφίνει τα νερά, τον παίρνει από κατόπι, Και γίνεται γυναίκα του και γίνεται 'δική του. Βάνει ο Γιαννούλας φυλαχτό μπαρούτι και λιβάνι Και πάειτης πέτραις της οχθιάς κι αρπάζει το μαντήλι Και ροβολάτη λαγκαδιά και χάνεταιτα πεύκα.

Πατείς βουβά τη νύχτα Και δε σ' εγνώρισα με μιας. Με δίκηο νυχτοπούλι Σε κράζουν οι συντρόφοι μας. Τι φέρνεις παλληκάρι; — Εκίνησε ο Ομέρπασας από το Λιανοκλάδι. — Πέτα, ροβόλα, Πανουριά... Στάρματα, Δυοβουνιώτη... Χριστός ανέστη αδέρφια μου! Καλώς ν' ανταμωθούμε Απόψε πάλε νικηταί.

Έτσι νεράιδα εγίνηκε του Ήλιου η αγάπη, Ο Ήλιος είχε και ταχυά κάποια κρυφήν ελπίδα, Κ' έρχεται, τρέχει 'ςτά βουνά, ψηλά του Απάνου-Κόσμου, Για ναύρη την αγάπη του να της μιλήση πάλι. Κι' όλον τον Κόσμο σαν γυρνά και σαν διαβαίνει ολούθε, Και δεν την βρίσκει πουθενά, ούτε σιμά 'ςτήν βρύση, Καρδοκαμένος ροβολά 'ςτό έρμο του βασίλειο· Κ' η λύπη του σαν σύγνεφο περνά 'ςτό μέτωπό του...

Της αυγής η ουράνια η δροσούλα Ραίνει τους βράχους, τα κλαριά, τα χόρτα, τα λουλούδια. Ξανθό το γλυκοχάραγμα προβάλλει απ' ταις κορφούλαις, Κι' ανάρηα-ανάρηα αρχίζουνε τ' αστέρια, το φεγγάρι Ο κυνηγός που ροβολά με ταις Νεράιδες πίσω Φτάνουν ως το χωριό σιμά. Προβαίνει η χαραυγούλα, Κ' ήρθεν η ώρα που ξυπνούν και του χωριού τα ορνίθια Και φεύγουν η Καλόγνωμαις.

Συχνά τον Ήλιο τώρα Όχι ο καϋμός του κυνηγιού, άλλος καϋμός τον φέρει 'Στού Απάνου-Κόσμου τα βουνά. Κάθε λαγκάδι τώρα Και κάθε δάσος που περνά δεν τα 'ρωτά για αγρίμια, Ρωτά για την αγάπη του, την μαυρομμάτα κόρη. Κι' όταν 'ςτόν τόπο της περνά και ροβολά 'ςτή βρύση Πάντα την βρίσκει μοναχή, και κάθεται σιμά της, Και πίνει από τα χέρια της το κρύο νερό της βρύσης. Πέρασαν μήνες, πέρασαν.

Μα ομπρός! ροβόλα ατρόμητος, σαν που παινιέσαι ως τώραΤότες του λέει κι' ο Δομενιάς, των Κρητικώνε ο πρώτος 265 «Πιστό, αρχηγέ μου, σύντροφο, θα μέ βρεις πάντα εμένα κατά πώς σ' τόταξα αρχικώς και σούδωκα το χέρι.

Κι' αν 'δής μες το φυσσάτο Να πηλαλάη τάλογο του Ομέρπασα Βριόνη, Πέτα, ροβόλα, κράξε με... Σύρε με την ευχή μουΆστραψε απ' άγρια χαρά το μέτωπο του κλέφτη, Εβρόντησαν τα χαϊμαλιά, ανέμισε η φλοκάτη, Έλαμψε ο Μήτρος μια στιγμή κ' εσβύστηκε σαν άστρο. Ο Διάκος τον συντρόφεψε για λίγο με το μάτι Κ' ύστερα πέφτει καταγής γονατιστός στην πέτρα. »Αδέρφια παλληκάρια μου!

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν