Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Που όθε περνάει ατέλειωτον λάκκον ανοίγει, μνήμα. Μα κάπουκάπου βρίσκεταιτου πελάου το στρώμα Κάθε θεόχτιστο κοντρί, κανένας μέγας βράχος, Βράχος θαλασσομάχος, Που κάθε κύμα πώρχεται με αφρισμένο στόμα Για να πνίξητο βυθό το σχίζει, το σκορπάει, Και ξεγδαρμένο, σκέλεθρο, κομμάτια αυτό βογγάει. Ο βράχος μένει ατάραχος, ορθός, ξεσκεπασμένος.

Ως τώρα δα θωρούσαν Την &έξοδο& απ' τα τείχηα του κ' έκαναν το σταυρό τους· Ύστερα, 'σάν τα Τούρκικα τ' ασκέρια, τον οχτρό τους, Είδαν 'σάν κύμα να χυθούν 'ςταίς θύραις τους, 'στά τείχηα, Και 'σάν αγρίμια να πηδούν, να κρέμωνται απ' τα 'νύχια, Τρέχουν κατά τη θάλασσα, καιτου πελάου την άκρη Μέσα σε πύργο πούχανε μπαρούτη σωρειασμένη Κλειούνται με μιας και σταίνουνε χορό, 'σάν ανδρειωμένοι, Σαν νάτανετα νειάτα τους, δίχως καϋμό και δάκρυ, Του απελπισμένου αυτού χορού είνε ο Καψάλης πρώτος.

ΓΟΝΖ. Δεν είναι το σωκάρδι μου καινούριο σαν την ημέρα που το πρωτόβαλα; ενοώ, σε κάποιον τρόπο. ΑΝΤΩΝ. Ώμορφα εψαρεύθηκε αυτός ο τρόπος. ΓΟΝΖ. Όταν το εφόρεσα στο γάμο της θυγατέρας σου; ΑΛΟΝΖ. Μου μπήχνετε αυτά τα λόγια στ' αυτιά, και βιάζετε την υπομονή της ψυχής μου! Ω συ, κληρονόμε μου της Νεάπολης και του Μιλάνου, ποιο τέρας του πελάου σ' εχορτάσθη;

ΠΡΟΣΠ. Το λησμόνησες. και τώρα σου φαίνεται βαρύ να πατής την άμμο του πικρού πελάου, να πετάς αγνάντια στον δριμύν βορεινόν αέρα, να μου κάνης δουλειά μέσα στες φλέβες της γης, όταν την καίη το πάγος. ΑΡΙΕΛ. Όχι, κύριε. ΠΡΟΣΠ. Ψέμματα, πονηρό πράμμα. Λησμόνησες την μιαρή στρίγλα, την Συκόρακα, η οποία από τα γεράματα και από τον φθόνο είχε καταντήσει κουλούρα; την ελησμόνησες; ΑΡΙΕΛ. Όχι, Κύριε.

Είνε αβλεμόνι ο πόνος μου, πέλαγο δίχως άκρη, Δρακόλιμνα χωρίς βυθό, γης χάσμα, στια μεγάλη, Πόταμος με κατεβασιά που ριζιμιά ξεσέρνει. Κ' η Χρύσω είν', άστρι, η μάγισσα που δύνεται και ξέρει Πώς να μερέψη ο ποταμός, η στια πώς ν' αποσβύση, Πώς του πελάου ο αβλέμονας, πώς ο βυθός της λίμνης Να στίψουνε, να πατηθούν κι' ο χαλασμός να πάψη. Όμως ποτέ δεν ξάνοιξα καλό ένα διάνεμά της.

Αγάλι' αγάλια κι η καταχνιά πήρε δρόμο, ο ουρανός ξάνοιξε, φάνηκε το γαλάζιο χρώμα του. Εκειός ο αέρας μ' έσωσε. Σηκώθηκα ορθός, λίγο ν' αναποδογυρίσω το μονόξυλο.. Να! και φάνηκε η στεριά, οι καλαμιές, τα δέντρα. Είμαστε ανάμεσα πελάου. Του λόγου της πάντα αναίστητη. Στην αρχή την πήρα πως τα τίναξε. Άρχισα να την τρίβω. Τη βάρεσε ο αέρας κι αυτή, άρχισε νάρχεται στα σέστα της.

Το βαπόρι πήρε τόρα όλο το φορτίο του, οι βάρκες γύριζαν αδειανές, με κάποιον μοναχικό επιβάτη προς το γιαλό, κι αυτό πάντα μαύρο και κατάμαυρο μέσα στη γαλανή αγκαλιά της θάλασσας, σούριξε βραχνά, πήρε σιγά-σιγά τη βόλτα του, άφρισε το νερό, και πήρε δρόμο, και ξέφυγε προς τ' ανοιχτά του πελάου.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν